Anonymous

τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trwpa/w
|Beta Code=trwpa/w
|Definition=poet. for [[τρέπω]], [[turn]], [[change]], <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Od.19.521</span>:—Med., [[turn oneself]], [[turn about]], πάλιν τρωπᾶσθαι <span class="bibl">Il.16.95</span>; πρὸς πόλιν <span class="bibl">Od.24.536</span>; φόβονδε <span class="bibl">Il.15.666</span>; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν <span class="bibl">11.568</span>; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, Hsch.
|Definition=poet. for [[τρέπω]], [[turn]], [[change]], <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Od.19.521</span>:—Med., [[turn oneself]], [[turn about]], πάλιν τρωπᾶσθαι <span class="bibl">Il.16.95</span>; πρὸς πόλιν <span class="bibl">Od.24.536</span>; φόβονδε <span class="bibl">Il.15.666</span>; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν <span class="bibl">11.568</span>; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, Hsch.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρωπάομαι]], [[τρωπῶμαι]] se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρωπάομαι]], [[τρωπῶμαι]] se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth