τρωπάω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
poet. for τρέπω, turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.
French (Bailly abrégé)
τρωπῶ :
tourner, infléchir;
Moy. τρωπάομαι, τρωπῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.
Étymologie: τρέπω.
German (Pape)
poet. verstärkt statt τρέπω, drehen, kehren, wenden, verändern; ἥτε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, Od. 19.521, sehr bezeichnend von dem Gesange der Nachtigall;
Med. sich wenden, sich umkehren, πάλιν τρωπᾶσθαι, Il. 16.95; ὁ τὲ δὲ τρωπάσκετο φεύγειν, 11.568; πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο, Od. 24.536.
Russian (Dvoretsky)
τρωπάω: [intens. к τρέπω поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι φόβονδε или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
Greek (Liddell-Scott)
τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.
English (Autenrieth)
(τρέπω), part. τρωπῶσα, mid. ipf. τρωπῶντο, iter. τρωπάσκετο: act., change frequently, vary, Od. 19.521; mid., intrans., turn oneself.
Greek Monotonic
τρωπάω: ποιητ. αντί τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω τον τόνο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τρωπάω, [Frequent. of τρέπω
to turn constantly, change its notes, of the nightingale, Od.:—Mid. to turn oneself, turn about, Hom.
Frisk Etymology German
τρωπάω: {trōpáō}
See also: s. τρέπω.
Page 2,939