Anonymous

φάσκω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] = [[φημί]], sagen, bes. ja sagen, bejahen, [[behaupten]], u. ohne Worte, glauben, meinen; öfters bei Hom., bes. Od., aber nur im impf., mit u. ohne Augment, [[Νέστωρ]] φάσχ' ὁ [[γέρων]] Od. 4, 191, u. sonst; auch c. inf. fut., ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον Od. 5, 135, wie [[θαῦμα]], ὃ οὔποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον Il. 13, 100; ἢ τοῦτο [[φάσκω]] [[τοὔπος]]; Aesch. Ch. 91; c. inf. fut. 274; Soph. öfters u. Eur.; Ar. Th. 502 u. öfter; u. in Prosa: οὐ φάσκειν, leugnen, Her. 3, 58; Thuc. 2, 85. 3, 70; φάσκων τὴν ἀλήθειαν διώκειν Plat. Gorg. 482 e; καὶ φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα Theaet. 190 a; oft auch mit der Nebenbdtg prahlen, Xen. Cyr. 1, 6,12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] = [[φημί]], sagen, bes. ja sagen, bejahen, [[behaupten]], u. ohne Worte, glauben, meinen; öfters bei Hom., bes. Od., aber nur im impf., mit u. ohne Augment, [[Νέστωρ]] φάσχ' ὁ [[γέρων]] Od. 4, 191, u. sonst; auch c. inf. fut., ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον Od. 5, 135, wie [[θαῦμα]], ὃ οὔποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον Il. 13, 100; ἢ τοῦτο [[φάσκω]] [[τοὔπος]]; Aesch. Ch. 91; c. inf. fut. 274; Soph. öfters u. Eur.; Ar. Th. 502 u. öfter; u. in Prosa: οὐ φάσκειν, leugnen, Her. 3, 58; Thuc. 2, 85. 3, 70; φάσκων τὴν ἀλήθειαν διώκειν Plat. Gorg. 482 e; καὶ φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα Theaet. 190 a; oft auch mit der Nebenbdtg prahlen, Xen. Cyr. 1, 6,12.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et impf. ; Pass. seul. impf.</i><br /><b>1</b> dire, déclarer : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> dire oui, dire affirmativement, affirmer ; [[οὐ]] φάσκειν THC nier;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> être d'avis, penser, croire.<br />'''Étymologie:''' R. Φα, dire ; v. [[φημί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάσκω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ παρατατ. ἔφασκον, Ἐπικ. [[φάσκον]] Ὅμ.· τὸ δὲ ἔφασκον [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ συνηθέστερος παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] πράγματι κατέστη παρατατ. τοῦ [[φημί]]· ― [[ὡσαύτως]] ἡ ὑποτ., ἀπαρέμφ. καὶ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ φημὶ παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[φάσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[φημί]]) πλὴν τούτου εὑρίσκομεν παρ’ Ἀττ. προστ. φάσκε, Εὐρ. Ἑλ. 1083, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 8. 14· ὑποτ. [[φάσκω]], Αἰσχύλ. Χο. 93, Ἀριστοφ. Σφ. 561, Λυσίας 172. 14, Ἰσαῖ. 80. 38· εὐκτ. φάσκοιμι Σοφ. Αἴ. 1037, Δημ. 871. 9· ἀπαρ. φάσκειν, Σοφ. Ἠλ. 9, Ο. Τ. 462, Φιλοκτ. 1411, Ἀριστοφ. Βάτρ. 695, Ἰσοκρ. 159Α· μετοχ. φάσκων, Τραγικ.· καὶ [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ῥήματος ὁ ἐν χρήσει παρὰ Θουκ., Ξεν., καὶ Πλάτ. πλὴν τοῦ ἔφασκεν ἐν Νόμ. 901Α. ― Παθ., ἐφάσκετο Σοφ. Φιλ. 114. ― Τὰ παραδείγματα τῆς ὁριστικῆς τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] ὀλίγα: φάσκει ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσαίῳ 58. 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 17· φάσκουσι ἐν Αἰσχίν. Ἐπιστ. 11. 11, ἐν Ἀθην. 429Β, ἐν Πλουτ. Ἀντων. 86, κλπ. (ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 115C. ἀντὶ τοῦ φάσκουσι ἐτέθη λέγουσι κατὰ διόρθωσιν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων)· φάσκομεν [[εἶναι]] πιθανὴ [[εἰκασία]] (ἀντὶ πάσχομεν) παρὰ τῷ Ἀλέξιδι ἐν «Μάντεσιν» 1· πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 903, Veitch Irr. Verbs ἐν λέξ., καὶ ἴδε τὴν λ. [[φημί]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε φάω). Ὡς τὸ [[φημί]], [[λέγω]], βεβαιῶ, διαβεβαιῶ [[συχνάκις]] μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυρίζεσθαι, προσποιεῖσθαι ἢ προφασίζεσθαι, ἡ ὁποία φυσικῶς ἁρμόζει εἰς τὸν παρατατ.· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 191, Θ. 565, κ. ἀλλ.· τὸ ἀπαρ. φάσκειν εὕρηται ὡς προστακτ., φάσκειν ἐμ’ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν Σοφ. Ο. Τ. 462, Φιλ. 1411· ― οὐ φασκόντων χρήσειν, λεγόντων ὅτι δὲν θά..., Ἡρόδ. 3. 58· οὐ φάσκων ἀνεκτὸν [[εἶναι]] Θουκ. 8. 52· τὸ ἀπαρέμφ. [[συχνάκις]] πρέπει νὰ νοηθῇ ἐν τῇδ’ ἔφασκε γῇ (ἐξυπακ. εὑρεθήσεσθαι) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 110· φησίν γε· φάσκων δ’ (ἐξυπακ. ἥξειν) ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 319· τῶν φασκόντων γονέων (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Πολιτ. 538Α, κλπ.· σπανίως, φ. ὡς..., ὅτι..., Μόσχ. 2. 12, Πλούτ. 2. 215Ε· ― μετ’ αἰτ., φ. [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Χο. 93, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1382, κλπ.· ― ἀπολ., ὡς ἔφασκεν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 114· φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα Πλάτ. Θεαίτ. 190Α. 2) [[συχνάκις]] μεταβαίνει εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[νομίζω]], [[στοχάζομαι]], προσδοκῶ, [[ἐλπίζω]], ὅ οὔ ποτ’ ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον Ἰλ. Ν. 100· οὔ μ’ ἐφάσκετ’... οἴκαδ’ ἱκέσθαι Ὀδ. Χ. 35· φάσκειν... ὁρᾶν Σοφ. Ἠλ. 9. 3) ὑπισχνοῦμαι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., τὸν μέν... ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον Ὀδ. Ε. 135· φάσκων προσποιήσειν αὐτὴν Θουκ. 2. 85, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 541Ε.
|lstext='''φάσκω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ παρατατ. ἔφασκον, Ἐπικ. [[φάσκον]] Ὅμ.· τὸ δὲ ἔφασκον [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] ὁ συνηθέστερος παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, [[οὕτως]] [[ὥστε]] πράγματι κατέστη παρατατ. τοῦ [[φημί]]· ― [[ὡσαύτως]] ἡ ὑποτ., ἀπαρέμφ. καὶ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ φημὶ παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[φάσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[φημί]]) πλὴν τούτου εὑρίσκομεν παρ’ Ἀττ. προστ. φάσκε, Εὐρ. Ἑλ. 1083, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 8. 14· ὑποτ. [[φάσκω]], Αἰσχύλ. Χο. 93, Ἀριστοφ. Σφ. 561, Λυσίας 172. 14, Ἰσαῖ. 80. 38· εὐκτ. φάσκοιμι Σοφ. Αἴ. 1037, Δημ. 871. 9· ἀπαρ. φάσκειν, Σοφ. Ἠλ. 9, Ο. Τ. 462, Φιλοκτ. 1411, Ἀριστοφ. Βάτρ. 695, Ἰσοκρ. 159Α· μετοχ. φάσκων, Τραγικ.· καὶ [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ῥήματος ὁ ἐν χρήσει παρὰ Θουκ., Ξεν., καὶ Πλάτ. πλὴν τοῦ ἔφασκεν ἐν Νόμ. 901Α. ― Παθ., ἐφάσκετο Σοφ. Φιλ. 114. ― Τὰ παραδείγματα τῆς ὁριστικῆς τοῦ ἐνεστ. [[εἶναι]] ὀλίγα: φάσκει ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσαίῳ 58. 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 17· φάσκουσι ἐν Αἰσχίν. Ἐπιστ. 11. 11, ἐν Ἀθην. 429Β, ἐν Πλουτ. Ἀντων. 86, κλπ. (ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 115C. ἀντὶ τοῦ φάσκουσι ἐτέθη λέγουσι κατὰ διόρθωσιν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων)· φάσκομεν [[εἶναι]] πιθανὴ [[εἰκασία]] (ἀντὶ πάσχομεν) παρὰ τῷ Ἀλέξιδι ἐν «Μάντεσιν» 1· πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 903, Veitch Irr. Verbs ἐν λέξ., καὶ ἴδε τὴν λ. [[φημί]]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε φάω). Ὡς τὸ [[φημί]], [[λέγω]], βεβαιῶ, διαβεβαιῶ [[συχνάκις]] μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἰσχυρίζεσθαι, προσποιεῖσθαι ἢ προφασίζεσθαι, ἡ ὁποία φυσικῶς ἁρμόζει εἰς τὸν παρατατ.· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 191, Θ. 565, κ. ἀλλ.· τὸ ἀπαρ. φάσκειν εὕρηται ὡς προστακτ., φάσκειν ἐμ’ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν Σοφ. Ο. Τ. 462, Φιλ. 1411· ― οὐ φασκόντων χρήσειν, λεγόντων ὅτι δὲν θά..., Ἡρόδ. 3. 58· οὐ φάσκων ἀνεκτὸν [[εἶναι]] Θουκ. 8. 52· τὸ ἀπαρέμφ. [[συχνάκις]] πρέπει νὰ νοηθῇ ἐν τῇδ’ ἔφασκε γῇ (ἐξυπακ. εὑρεθήσεσθαι) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 110· φησίν γε· φάσκων δ’ (ἐξυπακ. ἥξειν) ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 319· τῶν φασκόντων γονέων (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Πολιτ. 538Α, κλπ.· σπανίως, φ. ὡς..., ὅτι..., Μόσχ. 2. 12, Πλούτ. 2. 215Ε· ― μετ’ αἰτ., φ. [[ἔπος]] Αἰσχύλ. Χο. 93, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1382, κλπ.· ― ἀπολ., ὡς ἔφασκεν Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 114· φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα Πλάτ. Θεαίτ. 190Α. 2) [[συχνάκις]] μεταβαίνει εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[νομίζω]], [[στοχάζομαι]], προσδοκῶ, [[ἐλπίζω]], ὅ οὔ ποτ’ ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον Ἰλ. Ν. 100· οὔ μ’ ἐφάσκετ’... οἴκαδ’ ἱκέσθαι Ὀδ. Χ. 35· φάσκειν... ὁρᾶν Σοφ. Ἠλ. 9. 3) ὑπισχνοῦμαι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., τὸν μέν... ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον Ὀδ. Ε. 135· φάσκων προσποιήσειν αὐτὴν Θουκ. 2. 85, πρβλ. Πλάτ. Ἴωνα 541Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et impf. ; Pass. seul. impf.</i><br /><b>1</b> dire, déclarer : [[τι]] qch;<br /><b>2</b> dire oui, dire affirmativement, affirmer ; [[οὐ]] φάσκειν THC nier;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> être d'avis, penser, croire.<br />'''Étymologie:''' R. Φα, dire ; v. [[φημί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth