Anonymous

τόνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ὁ, 1) das, womit Etwas gespannt, straff angezogen, oder was selbst angespannt werden kann, Strick, Seil, Tau, Her. 7, 36, wie Aesch. frg. 175; Bettgurt, Ar. Equ. 530; τόνοι τῶν κλινέων, Her. 9, 118; οὓς τόνους τε καὶ ὑποζώματα προσαγορεύομεν, Plat. Legg. XII, 945 c; Thiersehne, Flechse, Hippocr. Auch die einzelnen Fäden, aus welchen die Stricke gedreht sind, ἐκ τριῶν τόνων, dreidrähtig, Xen. Cyn. 10, 2. – 2) das Spannen, Anspannen, Anstrengen, ὅπλων, Her. 7, 36, die Anspannung, Anstrengung, bes. der Stimme, τῆς φωνῆς, Dem. 18, 280; πνεύματος, Parm. 1 (IX, 342); dah. – a) der Ton, sowohl von der menschlichen Stimme, als von Instrumenten. – b) der Ton od. die Betonung eines Wortes, der Accent, Gramm. – c) [[τόνος]] [[ἑξάμετρος]], das hexametrische Versmaaß, Her. 1, 47. 62. 5, 60; [[τρίμετρος]], der Trimeter, 1, 174. – Uebh. Nachdruck, Kraft, Plut. Demetr. 21; όργῆς, Brut. 34; aber τόνον ἔχειν ἕνα ist = unum tenorem tenere, Dem. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1127.png Seite 1127]] ὁ, 1) das, womit Etwas gespannt, straff angezogen, oder was selbst angespannt werden kann, Strick, Seil, Tau, Her. 7, 36, wie Aesch. frg. 175; Bettgurt, Ar. Equ. 530; τόνοι τῶν κλινέων, Her. 9, 118; οὓς τόνους τε καὶ ὑποζώματα προσαγορεύομεν, Plat. Legg. XII, 945 c; Thiersehne, Flechse, Hippocr. Auch die einzelnen Fäden, aus welchen die Stricke gedreht sind, ἐκ τριῶν τόνων, dreidrähtig, Xen. Cyn. 10, 2. – 2) das Spannen, Anspannen, Anstrengen, ὅπλων, Her. 7, 36, die Anspannung, Anstrengung, bes. der Stimme, τῆς φωνῆς, Dem. 18, 280; πνεύματος, Parm. 1 (IX, 342); dah. – a) der Ton, sowohl von der menschlichen Stimme, als von Instrumenten. – b) der Ton od. die Betonung eines Wortes, der Accent, Gramm. – c) [[τόνος]] [[ἑξάμετρος]], das hexametrische Versmaaß, Her. 1, 47. 62. 5, 60; [[τρίμετρος]], der Trimeter, 1, 174. – Uebh. Nachdruck, Kraft, Plut. Demetr. 21; όργῆς, Brut. 34; aber τόνον ἔχειν ἕνα ist = unum tenorem tenere, Dem. 13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout ligament tendu <i>ou</i> pouvant se tendre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> corde, cordage, câble;<br /><b>2</b> sangle de lit;<br /><b>3</b> cordage pour le jeu d'une machine;<br /><b>4</b> fil tordu pour les mailles d'un filet;<br /><b>5</b> muscle, tendon;<br /><b>II.</b> action de tendre :<br /><b>1</b> tension (des cordes de la lyre, d'armes, <i>etc.</i>) ; [[τόνος]] πληγῆς PLUT application d'un coup, coup asséné ; <i>fig.</i> tension des ressorts de l'âme ; contention de l'esprit ; teneur (d'une course, d'un effort, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> intensité, force, vigueur, énergie;<br /><b>3</b> <i>en parl. de la voix</i> ton (aigu, grave, <i>etc.</i>) ; <i>fig. en parl. de couleur</i> ton, nuance;<br /><b>4</b> <i>t. de métr.</i> rythme, mesure d'un vers ; [[ἑξάμετρος]] HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> accentuation, accent tonique.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τόνος''': ὁ, ([[τείνω]]) τὸ δι’ οὗ τι τείνεται ἢ τὸ δυνάμενον νὰ ταθῇ, νὰ τεντωθῇ. [[σχοινίον]], [[δεσμός]], [[ταινία]], οἱ τόνοι τῶν κλινέων, τὰ σπαρτία ἢ σχοινία τῶν κλινῶν, Ἡρόδ. 9, 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 532, Πλάτ. Νόμ. 945C· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ περιληπτικῶς, αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε Ἀριστοφ. Λυσ. 923· ἄχρηστα παντελῶς τὰ σπαρτία (δηλ. τοῦ δίφρου)· ἕτερον δὲ καινὸν ἐμβαλεῖν τόνον Φιλιππίδ. ἐν «Λακιάδαις» 1· - ἐκ τριῶν τόνων, ἐκ τριῶν σπάγων, κεκλωσμένος ἐκ τριῶν λεπτοτέρων, ἐπὶ [[σχοινίων]], Ξεν. Κυν. 10, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, τόνοι, λέγονται οἱ τένοντες, τὰ κοινῶς [[νεῦρα]], Λατ. nervi, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἴδε Foës. Oecon. 3) ἐπὶ μηχανῶν, σχοινία ἐντείνοντα (πρβλ. ἀντίτονον), Πλουτ. Μάρκ. λλ. 15. ΙΙ. [[ἔντασις]], τέντωμα, ὁ τ. τῶν ὅπλων Ἡρόδ. 7. 36· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀνθολ. Πλαν. 220. 2) ἐπὶ ἤχων, [[ἔντασις]], [[ὕψωσις]] τῆς φωνῆς, Αἰσχίν. 83. 5, 84. 7, Δημ. 319. 13, κλπ.· [[ὅθεν]], α) τὸ [[ὕψος]] τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολ. 617D, Ἀριστ., κλπ.· τόνοι φωνῆς· ὀξύ, [[βαρύ]], μικρόν, μέγα Ξενοφ. Κυν. 6. 20· τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12, 4· ἐν τόνοις ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 65· - ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Πλούτ. 2. 827Β, κλπ.· μεταφ., ἐπὶ χρώματος, [[αὐτόθι]] 563Ε, Πλίν. 35, 11. β) ὁ [[τόνος]] λέξεως ἢ συλλαβῆς, Γραμμ. γ) [[μέτρον]], [[ῥυθμός]], ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ Ἡρόδ. 1. 47, 62., 5. 60· ἐν τριμέτρῳ τ. [[αὐτόθι]] 174. δ) παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις μουσικοῖς τόνοι ἐκαλοῦντο αἱ ἁρμονίαι τοῦ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. (πρβλ. [[ἁρμονία]] IV. 3), τρόποι ἢ διατονίαι διαφέρουσι κατὰ τὸ [[ὕψος]], Λατ. modi Πλούτ. 2. 1134Α, 1135Α, κλπ. Παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις Ἕλλησιν αἱ διατονίαι αὗται ἦσαν [[τρεῖς]] κατὰ τὰς διαφόρους διαιρέσεις τοῦ τετραχόρδου, δηλ. Δωρία, [[Λυδία]] καὶ Φρυγία. Τούτων ἑκάστη ἦτο κατὰ ἕνα τόνον ὀξυτέρα τῆς προηγουμένης, [[ὥστε]] ἡ Δωρία ἦτο ἡ κατωτάτη, ἡ [[Λυδία]] ἡ ἀνωτάτη καὶ ἡ Φρυγία ἡ [[μέση]]. Ἀλλὰ [[ὕστερον]] ἑκάστη τούτων ὑποδιῃρέθη δι’ ἡμιτονίου, [[ὥστε]] προσετέθησαν δύο νέοι τρόποι ὁ Ἰωνικὸς μεταξὺ τοῦ Δωρίου καὶ Φρυγίου καὶ ὁ Αἰολικὸς μεταξὺ τοῦ Φρυγίου καὶ τοῦ Λυδίου. Μετὰ [[ταῦτα]] ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ηὐξήθη ἔτι [[μᾶλλον]] καὶ ἐσχηματίσθησαν δύο συστήματα, τὸ μικρότερον ἐξ [[ἕνδεκα]] καὶ τὸ μεῖζον ἐκ [[δεκαπέντε]] τρόπων, ὧν τὰ ὀνόματα συνετέθησαν ἐκ τῶν πρώτων μνημονευθέντων, ὑπερ- καὶ ὑποδωριστί, κτλ.· ἴδε Böckh de Metr. Pind. σ. 212 κἑξ. 3) [[ἔντασις]] δυνάμεως, πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ [[τάσις]] καὶ [[ἐνέργεια]], Κλεάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034D· σωματικὴ [[ἐνέργεια]], ἰσχὺς καὶ τ. Λουκ. Ἀνάχ. 25, πρβλ. 27· τ. πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. Ἐγκωμ. 7· -[[καθόλου]], [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[ἔντασις]], [[ἐπίτασις]], Πλουτ. Δημήτρ. 24, κλπ.· τ. ὀργῆς ὁ αὐτ. ἐν Βρούτῳ 34· ὁ τ. τῆς φαρμακείης, τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς, Ἱππ. 1278. 48· - [[ἐνέργεια]] τῆς γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 13, Λογγῖν. 9. 13, κλπ.· δοτ. τόνῳ κεῖται ὡς ἐπίρρ., μετ’ ἐμφάσεως, Α. Β. 578. ΙΙΙ. μεταφ., ἡ [[τάσις]] ἢ διεύθυνσις ἣν ἀκολουθεῖ τις, εὐθὺν τόνον τρέχειν Πινδ. Ο. 10 (11). 76· τόνον ἔχειν ἕνα, ὡς τὸ Λατ. unum tenorem tenere, Πλουτ. Δημοσθ. 13.
|lstext='''τόνος''': ὁ, ([[τείνω]]) τὸ δι’ οὗ τι τείνεται ἢ τὸ δυνάμενον νὰ ταθῇ, νὰ τεντωθῇ. [[σχοινίον]], [[δεσμός]], [[ταινία]], οἱ τόνοι τῶν κλινέων, τὰ σπαρτία ἢ σχοινία τῶν κλινῶν, Ἡρόδ. 9, 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 532, Πλάτ. Νόμ. 945C· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ περιληπτικῶς, αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε Ἀριστοφ. Λυσ. 923· ἄχρηστα παντελῶς τὰ σπαρτία (δηλ. τοῦ δίφρου)· ἕτερον δὲ καινὸν ἐμβαλεῖν τόνον Φιλιππίδ. ἐν «Λακιάδαις» 1· - ἐκ τριῶν τόνων, ἐκ τριῶν σπάγων, κεκλωσμένος ἐκ τριῶν λεπτοτέρων, ἐπὶ [[σχοινίων]], Ξεν. Κυν. 10, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, τόνοι, λέγονται οἱ τένοντες, τὰ κοινῶς [[νεῦρα]], Λατ. nervi, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἴδε Foës. Oecon. 3) ἐπὶ μηχανῶν, σχοινία ἐντείνοντα (πρβλ. ἀντίτονον), Πλουτ. Μάρκ. λλ. 15. ΙΙ. [[ἔντασις]], τέντωμα, ὁ τ. τῶν ὅπλων Ἡρόδ. 7. 36· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀνθολ. Πλαν. 220. 2) ἐπὶ ἤχων, [[ἔντασις]], [[ὕψωσις]] τῆς φωνῆς, Αἰσχίν. 83. 5, 84. 7, Δημ. 319. 13, κλπ.· [[ὅθεν]], α) τὸ [[ὕψος]] τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολ. 617D, Ἀριστ., κλπ.· τόνοι φωνῆς· ὀξύ, [[βαρύ]], μικρόν, μέγα Ξενοφ. Κυν. 6. 20· τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12, 4· ἐν τόνοις ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 65· - ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Πλούτ. 2. 827Β, κλπ.· μεταφ., ἐπὶ χρώματος, [[αὐτόθι]] 563Ε, Πλίν. 35, 11. β) ὁ [[τόνος]] λέξεως ἢ συλλαβῆς, Γραμμ. γ) [[μέτρον]], [[ῥυθμός]], ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ Ἡρόδ. 1. 47, 62., 5. 60· ἐν τριμέτρῳ τ. [[αὐτόθι]] 174. δ) παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις μουσικοῖς τόνοι ἐκαλοῦντο αἱ ἁρμονίαι τοῦ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. (πρβλ. [[ἁρμονία]] IV. 3), τρόποι ἢ διατονίαι διαφέρουσι κατὰ τὸ [[ὕψος]], Λατ. modi Πλούτ. 2. 1134Α, 1135Α, κλπ. Παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις Ἕλλησιν αἱ διατονίαι αὗται ἦσαν [[τρεῖς]] κατὰ τὰς διαφόρους διαιρέσεις τοῦ τετραχόρδου, δηλ. Δωρία, [[Λυδία]] καὶ Φρυγία. Τούτων ἑκάστη ἦτο κατὰ ἕνα τόνον ὀξυτέρα τῆς προηγουμένης, [[ὥστε]] ἡ Δωρία ἦτο ἡ κατωτάτη, ἡ [[Λυδία]] ἡ ἀνωτάτη καὶ ἡ Φρυγία ἡ [[μέση]]. Ἀλλὰ [[ὕστερον]] ἑκάστη τούτων ὑποδιῃρέθη δι’ ἡμιτονίου, [[ὥστε]] προσετέθησαν δύο νέοι τρόποι ὁ Ἰωνικὸς μεταξὺ τοῦ Δωρίου καὶ Φρυγίου καὶ ὁ Αἰολικὸς μεταξὺ τοῦ Φρυγίου καὶ τοῦ Λυδίου. Μετὰ [[ταῦτα]] ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ηὐξήθη ἔτι [[μᾶλλον]] καὶ ἐσχηματίσθησαν δύο συστήματα, τὸ μικρότερον ἐξ [[ἕνδεκα]] καὶ τὸ μεῖζον ἐκ [[δεκαπέντε]] τρόπων, ὧν τὰ ὀνόματα συνετέθησαν ἐκ τῶν πρώτων μνημονευθέντων, ὑπερ- καὶ ὑποδωριστί, κτλ.· ἴδε Böckh de Metr. Pind. σ. 212 κἑξ. 3) [[ἔντασις]] δυνάμεως, πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ [[τάσις]] καὶ [[ἐνέργεια]], Κλεάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034D· σωματικὴ [[ἐνέργεια]], ἰσχὺς καὶ τ. Λουκ. Ἀνάχ. 25, πρβλ. 27· τ. πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. Ἐγκωμ. 7· -[[καθόλου]], [[δύναμις]], [[ἰσχύς]], [[ἔντασις]], [[ἐπίτασις]], Πλουτ. Δημήτρ. 24, κλπ.· τ. ὀργῆς ὁ αὐτ. ἐν Βρούτῳ 34· ὁ τ. τῆς φαρμακείης, τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς, Ἱππ. 1278. 48· - [[ἐνέργεια]] τῆς γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 13, Λογγῖν. 9. 13, κλπ.· δοτ. τόνῳ κεῖται ὡς ἐπίρρ., μετ’ ἐμφάσεως, Α. Β. 578. ΙΙΙ. μεταφ., ἡ [[τάσις]] ἢ διεύθυνσις ἣν ἀκολουθεῖ τις, εὐθὺν τόνον τρέχειν Πινδ. Ο. 10 (11). 76· τόνον ἔχειν ἕνα, ὡς τὸ Λατ. unum tenorem tenere, Πλουτ. Δημοσθ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout ligament tendu <i>ou</i> pouvant se tendre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> corde, cordage, câble;<br /><b>2</b> sangle de lit;<br /><b>3</b> cordage pour le jeu d'une machine;<br /><b>4</b> fil tordu pour les mailles d'un filet;<br /><b>5</b> muscle, tendon;<br /><b>II.</b> action de tendre :<br /><b>1</b> tension (des cordes de la lyre, d'armes, <i>etc.</i>) ; [[τόνος]] πληγῆς PLUT application d'un coup, coup asséné ; <i>fig.</i> tension des ressorts de l'âme ; contention de l'esprit ; teneur (d'une course, d'un effort, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> intensité, force, vigueur, énergie;<br /><b>3</b> <i>en parl. de la voix</i> ton (aigu, grave, <i>etc.</i>) ; <i>fig. en parl. de couleur</i> ton, nuance;<br /><b>4</b> <i>t. de métr.</i> rythme, mesure d'un vers ; [[ἑξάμετρος]] HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> accentuation, accent tonique.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater