3,270,725
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout ligament tendu <i>ou</i> pouvant se tendre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> corde, cordage, câble;<br /><b>2</b> sangle de lit;<br /><b>3</b> cordage pour le jeu d'une machine;<br /><b>4</b> fil tordu pour les mailles d'un filet;<br /><b>5</b> muscle, tendon;<br /><b>II.</b> action de tendre :<br /><b>1</b> tension (des cordes de la lyre, d'armes, <i>etc.</i>) ; [[τόνος]] πληγῆς PLUT application d'un coup, coup asséné ; <i>fig.</i> tension des ressorts de l'âme ; contention de l'esprit ; teneur (d'une course, d'un effort, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> intensité, force, vigueur, énergie;<br /><b>3</b> <i>en parl. de la voix</i> ton (aigu, grave, <i>etc.</i>) ; <i>fig. en parl. de couleur</i> ton, nuance;<br /><b>4</b> <i>t. de métr.</i> rythme, mesure d'un vers ; [[ἑξάμετρος]] HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> accentuation, accent tonique.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> tout ligament tendu <i>ou</i> pouvant se tendre, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> corde, cordage, câble;<br /><b>2</b> sangle de lit;<br /><b>3</b> cordage pour le jeu d'une machine;<br /><b>4</b> fil tordu pour les mailles d'un filet;<br /><b>5</b> muscle, tendon;<br /><b>II.</b> action de tendre :<br /><b>1</b> tension (des cordes de la lyre, d'armes, <i>etc.</i>) ; [[τόνος]] πληγῆς PLUT application d'un coup, coup asséné ; <i>fig.</i> tension des ressorts de l'âme ; contention de l'esprit ; teneur (d'une course, d'un effort, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> intensité, force, vigueur, énergie;<br /><b>3</b> <i>en parl. de la voix</i> ton (aigu, grave, <i>etc.</i>) ; <i>fig. en parl. de couleur</i> ton, nuance;<br /><b>4</b> <i>t. de métr.</i> rythme, mesure d'un vers ; [[ἑξάμετρος]] HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> accentuation, accent tonique.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[τείνω]] (натянутая) бечева, веревка, канат Arph., Plat., Plut.: οἱ τόνοι τῶν κλινέων Her. коечные ремни;<br /><b class="num">2)</b> [[койка]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[натяжение]]: ὁ τ. τῶν ὅπλων Her. натяжение снастей;<br /><b class="num">4)</b> [[напряжение]] (φωνῆς Dem.);<br /><b class="num">5)</b> муз. [[высота]], [[регистр]], [[тон]] Xen.: τῷ [[αὐτῷ]] τόνῳ [[εἰπεῖν]] Arst. говорить в одном и том же тоне;<br /><b class="num">6)</b> муз. [[тонация]], [[лад]] Plut.;<br /><b class="num">7)</b> грам. тоническое ударение;<br /><b class="num">8)</b> стих. [[размер]] ([[ἑξάμετρος]] τ. Her.);<br /><b class="num">9)</b> [[сила]], [[мощь]] или [[энергия]] (ἰσχὺς καὶ τ. Luc.): ἡ [[τραχύτης]] τῆς ὀργῆς καὶ ὁ τ. Plut. резкость и сила гнева;<br /><b class="num">10)</b> [[направление]] Pind.: ἕνα τόνον ἔχειν Plut. следовать одному направлению. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τόνος:''' ὁ ([[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός δια του οποίου τεντώνεται [[κάτι]], [[σχοινί]], [[δεσμός]], [[ταινία]], οἱ τόνοι [[τῶν]] κλινέων, τα [[σχοινιά]] των κρεβατιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐκ τριῶν τόνων</i>, από [[τρεις]] σπάγγους ή ίνες, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Ξεν.· λέγεται για μηχανές, τεντωμένα [[σχοινιά]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ένταση]], [[τέντωμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχους, [[ένταση]], ύψωμα της φωνής, σε Αισχίν., Δημ.· το ύψος της φωνής, σε Πλάτ. κ.λπ. <b>3. α)</b> μέτρο, [[ρυθμός]], σε Ηρόδ. <b>β)</b> στους μεταγενέστερους μουσικούς, οι <i>τόνοι</i> ήταν τρόποι ή διατονίες που διέφεραν κατά ύψος. Στους μεταγεν. Έλληνες, οι διατονίες αυτές ήταν [[τρεις]], η Δωρική, η Λυδική και η Φρυγική.<br /><b class="num">III.</b> [[ένταση]] δύναμης, πνευματική ή διανοητική [[ένταση]], [[ενέργεια]], σε Λουκ.· γενικά, [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[ένταση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">IV.</b>μεταφ., [[τάση]] ή [[διεύθυνση]], την οποία ακολουθεί [[κάποιος]], [[πορεία]], σε Πίνδ., Πλούτ. | |lsmtext='''τόνος:''' ὁ ([[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός δια του οποίου τεντώνεται [[κάτι]], [[σχοινί]], [[δεσμός]], [[ταινία]], οἱ τόνοι [[τῶν]] κλινέων, τα [[σχοινιά]] των κρεβατιών, σε Ηρόδ.· <i>ἐκ τριῶν τόνων</i>, από [[τρεις]] σπάγγους ή ίνες, λέγεται για [[σχοινιά]], σε Ξεν.· λέγεται για μηχανές, τεντωμένα [[σχοινιά]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ένταση]], [[τέντωμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ήχους, [[ένταση]], ύψωμα της φωνής, σε Αισχίν., Δημ.· το ύψος της φωνής, σε Πλάτ. κ.λπ. <b>3. α)</b> μέτρο, [[ρυθμός]], σε Ηρόδ. <b>β)</b> στους μεταγενέστερους μουσικούς, οι <i>τόνοι</i> ήταν τρόποι ή διατονίες που διέφεραν κατά ύψος. Στους μεταγεν. Έλληνες, οι διατονίες αυτές ήταν [[τρεις]], η Δωρική, η Λυδική και η Φρυγική.<br /><b class="num">III.</b> [[ένταση]] δύναμης, πνευματική ή διανοητική [[ένταση]], [[ενέργεια]], σε Λουκ.· γενικά, [[δύναμη]], [[ισχύς]], [[ένταση]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">IV.</b>μεταφ., [[τάση]] ή [[διεύθυνση]], την οποία ακολουθεί [[κάποιος]], [[πορεία]], σε Πίνδ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |