Anonymous

φάντασμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1255.png Seite 1255]] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von [[εἰκών]] unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ [[ὄντα]] X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1255.png Seite 1255]] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von [[εἰκών]] unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ [[ὄντα]] X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> apparition, vision, songe;<br /><b>2</b> image offerte à l'esprit par un objet ; image sans consistance, apparence;<br /><b>3</b> spectre, fantôme.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάντασμα''': τό, ([[φαντάζω]]) = [[φάσμα]], ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ὅραμα]], ἐνύπνιον, [[ὄνειρον]], Θεόκρ. 29. 30· ― [[ὡσαύτως]], τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ἴνδαλμα]] παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[φαντασία]] ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν [[ἴνδαλμα]], οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ [[ἀλήθεια]], Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[εἰκών]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.
|lstext='''φάντασμα''': τό, ([[φαντάζω]]) = [[φάσμα]], ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ὅραμα]], ἐνύπνιον, [[ὄνειρον]], Θεόκρ. 29. 30· ― [[ὡσαύτως]], τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ἴνδαλμα]] παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[φαντασία]] ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν [[ἴνδαλμα]], οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ [[ἀλήθεια]], Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[εἰκών]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> apparition, vision, songe;<br /><b>2</b> image offerte à l'esprit par un objet ; image sans consistance, apparence;<br /><b>3</b> spectre, fantôme.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]].
}}
}}
{{eles
{{eles