Anonymous

φλαῦρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1290.png Seite 1290]] eigtl. att. statt φαῦλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – [[schlecht]], gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῦρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος 1141; Ggstz [[χρηστός]] Eur. Med. 1103; φλαῦρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῦρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Ggstz [[ἀγαθός]] Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῦρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως [[πρῆξαι]] τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1290.png Seite 1290]] eigtl. att. statt φαῦλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – [[schlecht]], gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῦρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῦρ' ἔπη μυθούμενος 1141; Ggstz [[χρηστός]] Eur. Med. 1103; φλαῦρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῦρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Ggstz [[ἀγαθός]] Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῦρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως [[πρῆξαι]] τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />mauvais, vain, frivole, chétif, sans valeur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> insignifiant;<br /><b>2</b> vilain, laid;<br /><b>3</b> désagréable à entendre ; <i>abs.</i> φλαῦρα paroles désagréables à entendre, propos de mauvais augure ; <i>subst.</i> τὸ φλαῦρον partie faible <i>ou</i> insuffisante d'une chose, insuffisance, inutilité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φαῦλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλαῦρος''': -α, -ον, ἰσοδύναμον τῷ [[φαῦλος]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 128. 57), πρῶτον παρὰ Σόλωνι 12 (4), 15, Πινδ. Π. 1. 170, ἐπικρατεῖ δὲ ἀνεξαιρέτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζολόγοις καὶ οὐχὶ σπανίως ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς. Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], «πρόστυχος», [[ἀνάξιος]] λόγου, Σόλων καὶ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χώρην... οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Ἡρόδ. 7. 8· τοῦ ἐνυπνίου ἀποσκήψαντος ἐς φλαῦρον, ἴδε ἐν λ. [[ἀποσκήπτω]]. 2) [[μηδαμινός]], [[ἄθλιος]], [[ἀδιάφορος]], κακός, φλ. [[σημεῖον]] Ἱππ. Ἀφ. 1258, εἴ τι φλαῦρον [[εἶδος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 217, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 92C· φλαῦρ’ ἔπη μυθούμενος Σοφοκλ. Αἴ. 1162· φλαῦρα κλύειν [[αὐτόθι]] 1323· φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα, male dicere de aliquo, κακολογεῖν τινα, [[αὐτόθι]] 834, Λυσί. 1043· [[περί]] τινος Ἀντιφῶν 133. 5, Ἰσοκρ. 97C· φλ. τι καταγιγνώσκειν τινὸς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 317· φλ. ἀπολαύειν τινὸς ὁ αὐτ. 175Β· φλ. τι ἔχειν ἐν ἑαυτῷ Πλάτ. Μένων 92C. 3) [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], γέροντα δ’ ὀρθοῦν φλαῦρον [ἐστι] Σοφ. Ο. Κ. 395. ΙΙ. σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, οὐ φλαυροτάτους... τιμωρούς, οὐχὶ ποταπωτάτους ἢ ἀσθενεστάτους ἐκδικητάς, Ἡρόδ. 7. 171· τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τὸ ἥκιστα μάχιμον [[μέρος]], ὁ αὐτ. 1. 207· οἰκίης οὐ φλαυροτέρης, οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας ἢ βαθμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 99. 2) [[πενιχρός]], [[εὐτελής]] ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὁ αὐτ. 6. 61. 3) κακός, [[φαῦλος]], ἀντίθετον τῷ [[χρηστός]], Εὐρ. Μήδ. 1103. ΙΙΙ. Ἐπίρ. φλαύρως ἔχω, δὲν εἶμαι καλά, [[πάσχω]], Ἡρόδ. 3. 129., 6. 135, Πλάτ. Σοφιστ. 228Β· φλ. ἔχω τινός, δὲν εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 1. 126· ἀλλὰ φλαύρως ἔχω τὴν τέχνην, [[γνωρίζω]] κακῶς τὴν τέχνην, Ἡρόδ. 3. 130· φλ. [[πρῆξαι]] τῷ στόλῳ, ἀποτυχεῖν διὰ τοῦ στόλου, ὁ αὐτ. 6. 94· φλ. [[ἀκούω]], ὡς τὸ Λατ. male audire, κακολογοῦμαι, ἔχω κακὴν φήμην Πολυδ. Ζ΄, 10, 7· φλ. λέγειν ὑπέρ τινος, Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 8. 17· φλ. ἰέναι, ἐπὶ τῶν καταμηνίων, Ἱππ. 686. 23.
|lstext='''φλαῦρος''': -α, -ον, ἰσοδύναμον τῷ [[φαῦλος]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 128. 57), πρῶτον παρὰ Σόλωνι 12 (4), 15, Πινδ. Π. 1. 170, ἐπικρατεῖ δὲ ἀνεξαιρέτως παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζολόγοις καὶ οὐχὶ σπανίως ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς. Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], «πρόστυχος», [[ἀνάξιος]] λόγου, Σόλων καὶ Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χώρην... οὐκ ἐλάσσονα οὐδὲ φλαυροτέρην Ἡρόδ. 7. 8· τοῦ ἐνυπνίου ἀποσκήψαντος ἐς φλαῦρον, ἴδε ἐν λ. [[ἀποσκήπτω]]. 2) [[μηδαμινός]], [[ἄθλιος]], [[ἀδιάφορος]], κακός, φλ. [[σημεῖον]] Ἱππ. Ἀφ. 1258, εἴ τι φλαῦρον [[εἶδος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 217, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 92C· φλαῦρ’ ἔπη μυθούμενος Σοφοκλ. Αἴ. 1162· φλαῦρα κλύειν [[αὐτόθι]] 1323· φλαῦρον ἐργάζεσθαί τινα, male dicere de aliquo, κακολογεῖν τινα, [[αὐτόθι]] 834, Λυσί. 1043· [[περί]] τινος Ἀντιφῶν 133. 5, Ἰσοκρ. 97C· φλ. τι καταγιγνώσκειν τινὸς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 317· φλ. ἀπολαύειν τινὸς ὁ αὐτ. 175Β· φλ. τι ἔχειν ἐν ἑαυτῷ Πλάτ. Μένων 92C. 3) [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], γέροντα δ’ ὀρθοῦν φλαῦρον [ἐστι] Σοφ. Ο. Κ. 395. ΙΙ. σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, οὐ φλαυροτάτους... τιμωρούς, οὐχὶ ποταπωτάτους ἢ ἀσθενεστάτους ἐκδικητάς, Ἡρόδ. 7. 171· τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τὸ ἥκιστα μάχιμον [[μέρος]], ὁ αὐτ. 1. 207· οἰκίης οὐ φλαυροτέρης, οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας ἢ βαθμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 99. 2) [[πενιχρός]], [[εὐτελής]] ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὁ αὐτ. 6. 61. 3) κακός, [[φαῦλος]], ἀντίθετον τῷ [[χρηστός]], Εὐρ. Μήδ. 1103. ΙΙΙ. Ἐπίρ. φλαύρως ἔχω, δὲν εἶμαι καλά, [[πάσχω]], Ἡρόδ. 3. 129., 6. 135, Πλάτ. Σοφιστ. 228Β· φλ. ἔχω τινός, δὲν εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Θουκ. 1. 126· ἀλλὰ φλαύρως ἔχω τὴν τέχνην, [[γνωρίζω]] κακῶς τὴν τέχνην, Ἡρόδ. 3. 130· φλ. [[πρῆξαι]] τῷ στόλῳ, ἀποτυχεῖν διὰ τοῦ στόλου, ὁ αὐτ. 6. 94· φλ. [[ἀκούω]], ὡς τὸ Λατ. male audire, κακολογοῦμαι, ἔχω κακὴν φήμην Πολυδ. Ζ΄, 10, 7· φλ. λέγειν ὑπέρ τινος, Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 8. 17· φλ. ἰέναι, ἐπὶ τῶν καταμηνίων, Ἱππ. 686. 23.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />mauvais, vain, frivole, chétif, sans valeur, <i>d'où</i><br /><b>1</b> insignifiant;<br /><b>2</b> vilain, laid;<br /><b>3</b> désagréable à entendre ; <i>abs.</i> φλαῦρα paroles désagréables à entendre, propos de mauvais augure ; <i>subst.</i> τὸ φλαῦρον partie faible <i>ou</i> insuffisante d'une chose, insuffisance, inutilité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[φαῦλος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater