3,276,932
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] dreier, auch zweier Endgn, blutroth, dunkelroth; [[αἷμα]] Od. 18, 97, wie Aesch. Spt. 719; Soph. Phil. 772; dah. mit Blut, Mord besudelt, [[ξυνωρίς]] Aesch. Ag. 629; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Ch. 24; χεῖρα φοινίαν Soph. Ai. 759, u. öfter; auch φλέβες, Ar. Th. 694; auch = blutdürstig, mörderisch, ἀλκά Pind. I. 3, 53, [[Σκύλλα]] Aesch. Ch. 605, [[Ἄρης]] Soph. El. 96; Eur. Phoen. 1013 I. A. 775 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] dreier, auch zweier Endgn, blutroth, dunkelroth; [[αἷμα]] Od. 18, 97, wie Aesch. Spt. 719; Soph. Phil. 772; dah. mit Blut, Mord besudelt, [[ξυνωρίς]] Aesch. Ag. 629; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Ch. 24; χεῖρα φοινίαν Soph. Ai. 759, u. öfter; auch φλέβες, Ar. Th. 694; auch = blutdürstig, mörderisch, ἀλκά Pind. I. 3, 53, [[Σκύλλα]] Aesch. Ch. 605, [[Ἄρης]] Soph. El. 96; Eur. Phoen. 1013 I. A. 775 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br /><b>1</b> d'un rouge de sang, d'un rouge sombre;<br /><b>2</b> couvert de sang, ensanglanté, sanglant;<br /><b>3</b> qui verse le sang, sanguinaire, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[φοινός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοίνιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· ([[φοινός]]) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[φόνιος]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, [[αἱματόεις]], [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], [[κόκκινος]], [[αἷμα]] Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· [[δρόσος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. [[στάλαγμα]], δηλ. [[αἷμα]], Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. [[αἱμοχαρής]], φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. [[ξυνωρίς]], ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, [[αἱμοβόρος]], [[φονικός]], [[Σκύλλα]] Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· [[ἔχιδνα]] ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. [[σάλος]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694. | |lstext='''φοίνιος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· ([[φοινός]]) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[φόνιος]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, [[αἱματόεις]], [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], [[κόκκινος]], [[αἷμα]] Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· [[δρόσος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. [[στάλαγμα]], δηλ. [[αἷμα]], Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. [[αἱμοχαρής]], φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. [[ξυνωρίς]], ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ [[ἀπώλεια]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, [[αἱμοβόρος]], [[φονικός]], [[Σκύλλα]] Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· [[ἔχιδνα]] ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. [[σάλος]], μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |