3,277,243
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn [[φιλότης]] καὶ [[εὐνή]], φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. [[μίγνυμι]]), auch [[ὕπνος]] καὶ [[φιλότης]], Il. 13, 636. 14, 353, seltner [[φιλότης]] γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Ggstz [[διαφορά]] Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ [[φιλότης]], für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn [[φιλότης]] καὶ [[εὐνή]], φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. [[μίγνυμι]]), auch [[ὕπνος]] καὶ [[φιλότης]], Il. 13, 636. 14, 353, seltner [[φιλότης]] γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Ggstz [[διαφορά]] Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ [[φιλότης]], für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> amitié :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> amitié, tendresse, affection ; [[ἐν]] φιλότητι [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντες IL ils rompirent les relations d'amitié ; φιλότητος [[παρά]] τινος [[τυχεῖν]] OD obtenir un bon accueil de qqn ; φιλότητα [[ἑλέσθαι]] se réconcilier ; φιλότητα τιθέναι IL, OD former une amitié ; φιλότητα τέμνειν IL conclure un traité d'amitié;<br /><b>2</b> amour ; relations intimes : [[φιλότης]] κρυπταδίη IL relations secrètes ; φιλότητι ὁμωθῆναι IL, μιγάζεσθαι IL s'unir par des relations intimes;<br /><b>II.</b> <i>au sens concret</i> être chéri : ὦ [[φιλότης]] = ὦ προσφιλέστατε cher amour.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλότης''': -ητος, ἡ, [[φιλία]], [[ἀγάπη]], [[στοργή]], Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, μετὰ φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν [[τοὐλάχιστον]] εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ [[θέλω]] νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν [[αὐτόθι]] 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν [[παρά]] τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. [[ὑδαρής]])· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, [[φιλία]] [[πρός]] τινα, [[στοργή]], [[ἀγάπη]] [[πρός]] τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς ὑπερβαλλούσης [[αὐτοῦ]] ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ [[φιλότης]], = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, [[συνέρχομαι]] [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν [[ὑπὲρ]] τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., [[ἰσότης]] φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, [[ἰσότης]] φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― [[φιλία]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]]. 4) παρ’ Ὁμ. συχν. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. [[μίγνυμι]] Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον μετὰ γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = [[φιλία]] Ι. 5, [[ἐναντίον]] τοῦ [[νεῖκος]], Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ. | |lstext='''φῐλότης''': -ητος, ἡ, [[φιλία]], [[ἀγάπη]], [[στοργή]], Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, μετὰ φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. [[διέτμαγεν]] ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν [[τοὐλάχιστον]] εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι [[θέλω]] φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ [[θέλω]] νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν [[αὐτόθι]] 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν [[παρά]] τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. [[ὑδαρής]])· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, [[φιλία]] [[πρός]] τινα, [[στοργή]], [[ἀγάπη]] [[πρός]] τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν, [[ἕνεκα]] τῆς ὑπερβαλλούσης [[αὐτοῦ]] ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· [[πρός]] τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ [[φιλότης]], = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, [[συνέρχομαι]] [[συμφώνως]] πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν [[ὑπὲρ]] τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., [[ἰσότης]] φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, [[ἰσότης]] φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― [[φιλία]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]]. 4) παρ’ Ὁμ. συχν. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. [[μίγνυμι]] Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον μετὰ γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = [[φιλία]] Ι. 5, [[ἐναντίον]] τοῦ [[νεῖκος]], Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |