Anonymous

χαλεπαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "n’é" to "n'é")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1327.png Seite 1327]] 1) schwierig sein, schwer od. lästig fallen, z. B. von heftigen Stürmen, schwer hereinbrechen, [[ἄνεμος]], ὅςτε [[μάλιστα]] μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Il. 14, 399, vgl. Od. 5, 485. Gew. von Menschen, durch Zorn schwer fallen, schwer od. heftig zürnen, unwillig sein und deswegen hart od. feindlich handeln, beleidigen; so oft bei Hom.: ὅτε τις [[πρότερος]] χαλεπήνῃ, wenn Einer zuerst feindlich gehandelt, beleidigt hat, Il. 19, 183; τινί, gegen Einen feindlich handeln oder seinen Zorn und Unmuth an Einem auslassen, [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Od. 16, 114; Ζεὺς ὅτε δή ῥ' ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ Il. 16, 336, vgl. Od. 5, 147. 19, 83; so auch Her. 1, 189; Thuc. oft; Plat. Apol. 41 d u. oft; [[πρός]] τινα, Thuc. 2, 59; Xen. Cyr. 5, 2,18; Ggstz συγγιγνώσκειν, Plat. Phaedr. 269 b Euthyd. 306 c; Xen. vrbdt auch Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις, An. 5, 5,24; ἐπί τινι, über Etwas zürnen, Od. 18, 415. 20, 323; τινί τινος, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς [[χάριν]] [[εἰδέναι]] Xen. An. 7, 6,32. – Xen. braucht so auch den aor. pass. ἐχαλεπάνθην, Cyr. 3, 1,38 An. 4, 6,2, wofür Lob. den aor. act. herstellen will, s. Phryn. 36; das med. oder pass. χαλεπαίνεσθαι πρὸς ἀλλήλους Cyr. 5, 2,18; Plat. vrbdt ἐλεεῖσθαι ἡμᾶς πολὺ [[μᾶλλον]] [[εἰκός]] ἐστί που ὑπὸ ὑμῶν ἢ χαλεπαίνεσθαι, Rep. I, 337 a. – 2) seltener trans., schwierig, zornig machen, aufbringen, reizen, auch anfeinden, angreifen, τινά. – Oder eine Sache schwer machen, erschweren, τί, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1327.png Seite 1327]] 1) schwierig sein, schwer od. lästig fallen, z. B. von heftigen Stürmen, schwer hereinbrechen, [[ἄνεμος]], ὅςτε [[μάλιστα]] μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Il. 14, 399, vgl. Od. 5, 485. Gew. von Menschen, durch Zorn schwer fallen, schwer od. heftig zürnen, unwillig sein und deswegen hart od. feindlich handeln, beleidigen; so oft bei Hom.: ὅτε τις [[πρότερος]] χαλεπήνῃ, wenn Einer zuerst feindlich gehandelt, beleidigt hat, Il. 19, 183; τινί, gegen Einen feindlich handeln oder seinen Zorn und Unmuth an Einem auslassen, [[οὔτε]] τί μοι πᾶς [[δῆμος]] ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Od. 16, 114; Ζεὺς ὅτε δή ῥ' ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ Il. 16, 336, vgl. Od. 5, 147. 19, 83; so auch Her. 1, 189; Thuc. oft; Plat. Apol. 41 d u. oft; [[πρός]] τινα, Thuc. 2, 59; Xen. Cyr. 5, 2,18; Ggstz συγγιγνώσκειν, Plat. Phaedr. 269 b Euthyd. 306 c; Xen. vrbdt auch Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις, An. 5, 5,24; ἐπί τινι, über Etwas zürnen, Od. 18, 415. 20, 323; τινί τινος, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς [[χάριν]] [[εἰδέναι]] Xen. An. 7, 6,32. – Xen. braucht so auch den aor. pass. ἐχαλεπάνθην, Cyr. 3, 1,38 An. 4, 6,2, wofür Lob. den aor. act. herstellen will, s. Phryn. 36; das med. oder pass. χαλεπαίνεσθαι πρὸς ἀλλήλους Cyr. 5, 2,18; Plat. vrbdt ἐλεεῖσθαι ἡμᾶς πολὺ [[μᾶλλον]] [[εἰκός]] ἐστί που ὑπὸ ὑμῶν ἢ χαλεπαίνεσθαι, Rep. I, 337 a. – 2) seltener trans., schwierig, zornig machen, aufbringen, reizen, auch anfeinden, angreifen, τινά. – Oder eine Sache schwer machen, erschweren, τί, Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> χαλεπανῶ, <i>ao.</i> ἐχαλέπηνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. prés. et ao.</i> ἐχαλεπάνθην;<br /><b>1</b> être rude, désagréable, pénible;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> être mal disposé, se montrer difficile, hostile <i>ou</i> malveillant, se fâcher, s'irriter ; τινί, contre qqn <i>ou</i> contre qch ; [[πρός]] τινα, être hostile <i>ou</i> malveillant pour qqn ; [[πρός]] [[τι]], être mécontent de qch ; [[ἐπί]] τινι, au sujet de qch ; τινί τινος, être mal disposé <i>ou</i> se fâcher contre qqn pour qch ; <i>avec</i> double dat. : Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις XÉN n'étant pas satisfaits de ce qu’avait dit Hékatônymos, n’approuvant pas ce qu’il avait dit ; [[ὅτε]] [[τις]] [[πρότερος]] χαλεπήνῃ IL lorsqu’on s'est montré le premier hostile <i>ou</i> malveillant, <i>càd</i> lorsqu’on est agresseur ; <i>Pass.</i> être traité d'une manière hostile <i>ou</i> malveillante, être un objet de colère, de ressentiment.<br />'''Étymologie:''' [[χαλεπός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλεπαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, Πλάτ. Φαίδων, 116C, κ. ἀλλ.· ― ἀόρ. α΄ ἐχαλέπηνα, ὑποτακτ. χαλεπήνῃ Ἰλ. Π. 386, ἀπαρ. -ῆναι Σ. 108· ― Παθ., ἀόρ. ἐχαλεπάνθην, ἴδε κατωτ. ([[χαλεπός]]). Γίνομαι [[χαλεπός]], [[βαρύς]], [[ὁρμητικός]], [[ἰσχυρός]], ἀγριεύω, ὡς τὸ Λατ. ingravescere, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων [[ἄνεμος]] Ἰλ. Ξ. 399· εἰ καὶ [[μάλα]] περ χαλεπαίνοι [χειμὼν] Ὀδ. Ε. 485. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀργίζομαι [[σφόδρα]], εἰς ὀργὴν [[ἔρχομαι]], ἀγανακτῶ πολύ, ὅτε τις [[πρότερος]] χαλεπήνῃ Ἰλ. Τ. 183· ἀπολ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020, Θουκ. 3. 82, Πλάτ., κλπ. ἴδε ἐν λ. [[χειμαίνω]] 2· ― μετὰ δοτ., ὀργίζομαι [[σφόδρα]] [[ἐναντίον]] τινός, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὅτε δή ῥ’ ἄνδρεσσι κατοσσάμενος χαλεπαίνει Ἰλ. Π. 386, πρβλ. Ὀδ. Ε. 147, Π. 114, Τ. 83· οὕτω, χ. τῷ ποταμῷ Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Θουκ. 8. 92, Πλάτ., Ξεν. κλπ.· αἱ [κύνες] τοῖς λίθοις, οἷς ἂν βληθῶσι, χαλεπαίνουσι Πλάτ. Πολ. 469Ε· ― [[ὡσαύτως]], ἑπομένης προθ., [[χαλεπαίνω]] ἐπί τινι, ὀργίζομαι διὰ κἄτι τι, Ὀδ. Σ. 415, Υ. 323· [[πρός]] τι Θουκ. 2. 22, 59· [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 1· ― καὶ μετὰ διπλῆς δοτ. προσ. καὶ πράγμ., χ. τινὶ τοῖς εἰρημένοις, ἀγανακτῶ [[ἐναντίον]] τινὸς διὰ τοὺς λόγους του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 5, 24· σπανίως ὡς τὸ χολοῦσθαι, κλπ. μετὰ γενικῆς τοῦ αἰτίου, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς [[χάριν]] εἰδέναι [[αὐτόθι]] 7. 6, 32· οὕτω, χ. ὑπέρ τινος Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 25· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, χαλ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 1. 5, 14· χαλ. εἰ... Πλουτ. Κάμιλλ. 8, κλπ. ΙΙ. [[διεγείρω]] εἰς ὀργήν, [[ἐρεθίζω]], χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 17, 3. ― Παθ., πικραίνομαι ἢ ἐξερεθίζομαι, σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ. χαλεπανθῆναί τινι, ὅτι..., [[ἐναντίον]] τινὸς 4. 6, 2, Κύρου Παιδ. 3. 1, 38· [[πρός]] τινα [[αὐτόθι]] 5. 2, 18. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], θεωροῦμαι μετ’ ὀργῆς, μὲ μεταχειρίζονται [[τραχέως]], ἐλεεῖσθαι... [[μᾶλλον]] [[εἰκός]] ἐστί που... ἢ χαλεπαίνεσθαι Πλάτ. Πολ. 337Α. ― Πρβλ. [[χαλέπτω]]. ― Οὐδέποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ.
|lstext='''χαλεπαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, Πλάτ. Φαίδων, 116C, κ. ἀλλ.· ― ἀόρ. α΄ ἐχαλέπηνα, ὑποτακτ. χαλεπήνῃ Ἰλ. Π. 386, ἀπαρ. -ῆναι Σ. 108· ― Παθ., ἀόρ. ἐχαλεπάνθην, ἴδε κατωτ. ([[χαλεπός]]). Γίνομαι [[χαλεπός]], [[βαρύς]], [[ὁρμητικός]], [[ἰσχυρός]], ἀγριεύω, ὡς τὸ Λατ. ingravescere, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων [[ἄνεμος]] Ἰλ. Ξ. 399· εἰ καὶ [[μάλα]] περ χαλεπαίνοι [χειμὼν] Ὀδ. Ε. 485. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀργίζομαι [[σφόδρα]], εἰς ὀργὴν [[ἔρχομαι]], ἀγανακτῶ πολύ, ὅτε τις [[πρότερος]] χαλεπήνῃ Ἰλ. Τ. 183· ἀπολ. [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020, Θουκ. 3. 82, Πλάτ., κλπ. ἴδε ἐν λ. [[χειμαίνω]] 2· ― μετὰ δοτ., ὀργίζομαι [[σφόδρα]] [[ἐναντίον]] τινός, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ὅτε δή ῥ’ ἄνδρεσσι κατοσσάμενος χαλεπαίνει Ἰλ. Π. 386, πρβλ. Ὀδ. Ε. 147, Π. 114, Τ. 83· οὕτω, χ. τῷ ποταμῷ Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Θουκ. 8. 92, Πλάτ., Ξεν. κλπ.· αἱ [κύνες] τοῖς λίθοις, οἷς ἂν βληθῶσι, χαλεπαίνουσι Πλάτ. Πολ. 469Ε· ― [[ὡσαύτως]], ἑπομένης προθ., [[χαλεπαίνω]] ἐπί τινι, ὀργίζομαι διὰ κἄτι τι, Ὀδ. Σ. 415, Υ. 323· [[πρός]] τι Θουκ. 2. 22, 59· [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 1· ― καὶ μετὰ διπλῆς δοτ. προσ. καὶ πράγμ., χ. τινὶ τοῖς εἰρημένοις, ἀγανακτῶ [[ἐναντίον]] τινὸς διὰ τοὺς λόγους του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 5, 24· σπανίως ὡς τὸ χολοῦσθαι, κλπ. μετὰ γενικῆς τοῦ αἰτίου, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς [[χάριν]] εἰδέναι [[αὐτόθι]] 7. 6, 32· οὕτω, χ. ὑπέρ τινος Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 25· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, χαλ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 1. 5, 14· χαλ. εἰ... Πλουτ. Κάμιλλ. 8, κλπ. ΙΙ. [[διεγείρω]] εἰς ὀργήν, [[ἐρεθίζω]], χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 17, 3. ― Παθ., πικραίνομαι ἢ ἐξερεθίζομαι, σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ. χαλεπανθῆναί τινι, ὅτι..., [[ἐναντίον]] τινὸς 4. 6, 2, Κύρου Παιδ. 3. 1, 38· [[πρός]] τινα [[αὐτόθι]] 5. 2, 18. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], θεωροῦμαι μετ’ ὀργῆς, μὲ μεταχειρίζονται [[τραχέως]], ἐλεεῖσθαι... [[μᾶλλον]] [[εἰκός]] ἐστί που... ἢ χαλεπαίνεσθαι Πλάτ. Πολ. 337Α. ― Πρβλ. [[χαλέπτω]]. ― Οὐδέποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> χαλεπανῶ, <i>ao.</i> ἐχαλέπηνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. prés. et ao.</i> ἐχαλεπάνθην;<br /><b>1</b> être rude, désagréable, pénible;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> être mal disposé, se montrer difficile, hostile <i>ou</i> malveillant, se fâcher, s'irriter ; τινί, contre qqn <i>ou</i> contre qch ; [[πρός]] τινα, être hostile <i>ou</i> malveillant pour qqn ; [[πρός]] [[τι]], être mécontent de qch ; [[ἐπί]] τινι, au sujet de qch ; τινί τινος, être mal disposé <i>ou</i> se fâcher contre qqn pour qch ; <i>avec</i> double dat. : Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις XÉN n'étant pas satisfaits de ce qu’avait dit Hékatônymos, n’approuvant pas ce qu’il avait dit ; [[ὅτε]] [[τις]] [[πρότερος]] χαλεπήνῃ IL lorsqu’on s'est montré le premier hostile <i>ou</i> malveillant, <i>càd</i> lorsqu’on est agresseur ; <i>Pass.</i> être traité d'une manière hostile <i>ou</i> malveillante, être un objet de colère, de ressentiment.<br />'''Étymologie:''' [[χαλεπός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth