χαλεπαίνω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλεπαίνω Medium diacritics: χαλεπαίνω Low diacritics: χαλεπαίνω Capitals: ΧΑΛΕΠΑΙΝΩ
Transliteration A: chalepaínō Transliteration B: chalepainō Transliteration C: chalepaino Beta Code: xalepai/nw

English (LSJ)

Il.14.399, etc.:
Afut. χαλεπᾰνῶ Pl.Tht.161a, Men.Sam.204: aor.1 ἐχαλέπηνα Isoc.4.102, etc.; subj. χαλεπήνῃ Il.16.386; inf. -ῆναι 18.108:—Pass., aor. ἐχαλεπάνθην, v. infr. ΙΙ: (χαλεπός):—to be severe, be sore, be grievous, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων [ἄνεμος] Il.14.399; εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι [ὥρη χειμερίη] Od.5.485.
2 mostly of persons, to be violent, be angry, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ Il.19.183, cf. Ar.Ra.1020 (anap.), Th.3.82, 8.92, Pl.R.426e, etc.; display anger or portray anger, ἀληθινώτατα Arist.Po.1455a31: c. dat., to be angry with... Ζεὺς ὅτε δή ῥ' ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ Il.16.386, cf. Od.5.147, 16.114, 19.83; χ. τῷ ποταμῷ Hdt.1.189, cf. Pl.Phd.116c, X. An.1.4.12, etc.; αἱ [κύνες] τοῖς λίθοις, οἷς ἂν βληθῶσι, χαλεπαίνουσι Pl.R.469e: followed by a Prep., χ. ἐπί τινι to be angry at a thing, Od. 18.415; πρός τι Th.2.22,59; πρός τινα X.Mem.2.2.1: c. dupl. dat. pers. et rei, χ. τινὶ τοῖς εἰρημένοις to be angry with him for his words, Id.An.5.5.24: rarely, c. gen. causae, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς χάριν εἰδέναι ib.7.6.32; also χ. ὑπέρ τινος Luc.Ind.25: followed by a conjunction, χ. ὅτι . . X.An.1.5.14; χαλ. εἰ . . Plu.Cam.8, etc.
3 Medic., to be irritated, Aret.SD2.11.
II Pass., to be embittered or be provoked, χαλεπανθῆναί τινι, ὅτι . . against one, X.An.4.6.2, Cyr.3.1.38; πρὸς ἀλλήλους ib.5.2.18.
III Pass., to be judged harshly or be treated harshly, ἐλεεῖσθαι . . μᾶλλον εἰκός ἐστί που . . ἢ χαλεπαίνεσθαι Pl.R.337a.—Never used in Trag.

German (Pape)

[Seite 1327] 1) schwierig sein, schwer od. lästig fallen, z. B. von heftigen Stürmen, schwer hereinbrechen, ἄνεμος, ὅςτε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Il. 14, 399, vgl. Od. 5, 485. Gew. von Menschen, durch Zorn schwer fallen, schwer od. heftig zürnen, unwillig sein und deswegen hart od. feindlich handeln, beleidigen; so oft bei Hom.: ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ, wenn Einer zuerst feindlich gehandelt, beleidigt hat, Il. 19, 183; τινί, gegen Einen feindlich handeln oder seinen Zorn und Unmuth an Einem auslassen, οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει Od. 16, 114; Ζεὺς ὅτε δή ῥ' ἄνδρεσσι κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ Il. 16, 336, vgl. Od. 5, 147. 19, 83; so auch Her. 1, 189; Thuc. oft; Plat. Apol. 41 d u. oft; πρός τινα, Thuc. 2, 59; Xen. Cyr. 5, 2,18; Gegensatz συγγιγνώσκειν, Plat. Phaedr. 269 b Euthyd. 306 c; Xen. vrbdt auch Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις, An. 5, 5,24; ἐπί τινι, über Etwas zürnen, Od. 18, 415. 20, 323; τινί τινος, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς χάριν εἰδέναι Xen. An. 7, 6,32. – Xen. braucht so auch den aor. pass. ἐχαλεπάνθην, Cyr. 3, 1,38 An. 4, 6,2, wofür Lob. den aor. act. herstellen will, s. Phryn. 36; das med. oder pass. χαλεπαίνεσθαι πρὸς ἀλλήλους Cyr. 5, 2,18; Plat. vrbdt ἐλεεῖσθαι ἡμᾶς πολὺ μᾶλλον εἰκός ἐστί που ὑπὸ ὑμῶν ἢ χαλεπαίνεσθαι, Rep. I, 337 a. – 2) seltener trans., schwierig, zornig machen, aufbringen, reizen, auch anfeinden, angreifen, τινά. – Oder eine Sache schwer machen, erschweren, τί, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

f. χαλεπανῶ, ao. ἐχαλέπηνα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et ao. ἐχαλεπάνθην;
1 être rude, désagréable, pénible;
2 au mor. être mal disposé, se montrer difficile, hostile ou malveillant, se fâcher, s'irriter ; τινί, contre qqn ou contre qch ; πρός τινα, être hostile ou malveillant pour qqn ; πρός τι, être mécontent de qch ; ἐπί τινι, au sujet de qch ; τινί τινος, être mal disposé ou se fâcher contre qqn pour qch ; avec double dat. : Ἑκατωνύμῳ χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις XÉN n'étant pas satisfaits de ce qu'avait dit Hékatônymos, n'approuvant pas ce qu'il avait dit ; ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ IL lorsqu'on s'est montré le premier hostile ou malveillant, càd lorsqu'on est agresseur ; Pass. être traité d'une manière hostile ou malveillante, être un objet de colère, de ressentiment.
Étymologie: χαλεπός.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλεπαίνω: (fut. χαλεπᾰνῶ, aor. ἐχαλέπηνα, эп. inf. χαλεπαινέμεν; aor. pass. ἐχαλεπάνθην; pass. преимущ. = act.)
1 сердиться, раздражаться, негодовать, Hom., Thuc., Arph.: χ. τινί Hom., Her., Thuc., Xen., Plat.; сердиться на кого(что)-л.; χ. ἐπί τινι Hom., тж. πρός τινα (πρός τι) Xen., Thuc.; быть раздраженным кем(чем)-л.; χ. τινί τινι и τινί τινος Xen. негодовать на кого-л. за что-л. (из-за чего-л.);
2 оскорблять (ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ Hom.): τὸ χαλεπαίνεσθαι πρὸς ἀλλήλους Xen. взаимные оскорбления;
3 свирепствовать, неистовствовать (χαλεπαινων ἄνεμος, χειμὼν χαλεπαίνει Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλεπαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, Πλάτ. Φαίδων, 116C, κ. ἀλλ.· ― ἀόρ. α΄ ἐχαλέπηνα, ὑποτακτ. χαλεπήνῃ Ἰλ. Π. 386, ἀπαρ. -ῆναι Σ. 108· ― Παθ., ἀόρ. ἐχαλεπάνθην, ἴδε κατωτ. (χαλεπός). Γίνομαι χαλεπός, βαρύς, ὁρμητικός, ἰσχυρός, ἀγριεύω, ὡς τὸ Λατ. ingravescere, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων ἄνεμος Ἰλ. Ξ. 399· εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι [χειμὼν] Ὀδ. Ε. 485. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀργίζομαι σφόδρα, εἰς ὀργὴν ἔρχομαι, ἀγανακτῶ πολύ, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ Ἰλ. Τ. 183· ἀπολ. ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1020, Θουκ. 3. 82, Πλάτ., κλπ. ἴδε ἐν λ. χειμαίνω 2· ― μετὰ δοτ., ὀργίζομαι σφόδρα ἐναντίον τινός, Ζεὺς ὅτε δή ῥ’ ἄνδρεσσι κατοσσάμενος χαλεπαίνει Ἰλ. Π. 386, πρβλ. Ὀδ. Ε. 147, Π. 114, Τ. 83· οὕτω, χ. τῷ ποταμῷ Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Θουκ. 8. 92, Πλάτ., Ξεν. κλπ.· αἱ [κύνες] τοῖς λίθοις, οἷς ἂν βληθῶσι, χαλεπαίνουσι Πλάτ. Πολ. 469Ε· ― ὡσαύτως, ἑπομένης προθ., χαλεπαίνω ἐπί τινι, ὀργίζομαι διὰ κἄτι τι, Ὀδ. Σ. 415, Υ. 323· πρός τι Θουκ. 2. 22, 59· πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 1· ― καὶ μετὰ διπλῆς δοτ. προσ. καὶ πράγμ., χ. τινὶ τοῖς εἰρημένοις, ἀγανακτῶ ἐναντίον τινὸς διὰ τοὺς λόγους του, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 5, 24· σπανίως ὡς τὸ χολοῦσθαι, κλπ. μετὰ γενικῆς τοῦ αἰτίου, ὧν ἐμοὶ χαλεπαίνετε, τούτων τοῖς θεοῖς χάριν εἰδέναι αὐτόθι 7. 6, 32· οὕτω, χ. ὑπέρ τινος Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 25· ― ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, χαλ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 1. 5, 14· χαλ. εἰ... Πλουτ. Κάμιλλ. 8, κλπ. ΙΙ. διεγείρω εἰς ὀργήν, ἐρεθίζω, χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος Ἀριστ. Ποιητ. 17, 3. ― Παθ., πικραίνομαι ἢ ἐξερεθίζομαι, σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ. χαλεπανθῆναί τινι, ὅτι..., ἐναντίον τινὸς 4. 6, 2, Κύρου Παιδ. 3. 1, 38· πρός τινα αὐτόθι 5. 2, 18. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, θεωροῦμαι μετ’ ὀργῆς, μὲ μεταχειρίζονται τραχέως, ἐλεεῖσθαι... μᾶλλον εἰκός ἐστί που... ἢ χαλεπαίνεσθαι Πλάτ. Πολ. 337Α. ― Πρβλ. χαλέπτω. ― Οὐδέποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ.

English (Autenrieth)

(χαλεπός), ipf. χαλέπαινε, aor. subj. χαλεπήνῃ, inf. -ῆναι: be hard, severe, rage, of wind and storm, Il. 14.399; freq. of persons, be vexed, angry, τινί, Od. 16.114, Ξ 2, Il. 20.133.

Greek Monolingual

Α χαλεπός
1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ.
β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ' αὐθαδῶς σεμνυνόμενος χαλέπαινε», Αριστοφ.)
3. εξερεθίζω, εξοργίζω («χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος», Αριστοτ.)
4. (το παθ.) χαλεπαίνομαι
μέ μεταχειρίζονται σκληρά
5. (ως ιατρ. όρος) εξάπτομαι.

Greek Monotonic

χαλεπαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐχαλέπηνα — Παθ., αόρ. αʹ ἐχαλεπάνθην (χαλεπός
I. 1. γίνομαι αυστηρός, βαρύς, αγριεύω, ορμητικός, ισχυρός, όπως το Λατ. ingravescere, λέγεται για καταιγίδες, σε Όμηρ.
2. λέγεται κυρίως για ανθρώπους, είμαι βίαιος, οργίζομαι πολύ, αγριεύω, αγανακτώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· με δοτ., οργίζομαι πολύ με τους άλλους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, χαλεπαίνω ἐπί τινι, σε Ομήρ. Οδ.· πρός τινα, σε Ξεν.· επίσης με δοτ. προσ. και πράγμ., χαλεπαίνω τινὶτοῖς εἰρημένοις, είμαι εξοργισμένος με κάποιον για τα λόγια του, σε Ξεν.
II. προκαλώ την οργή κάποιου, σε Αριστ. — Παθ., πικραίνομαι ή προκαλούμαι, σε Ξεν.
III. σε Παθ. επίσης, γίνομαι αντικείμενο άγριας μεταχείρισης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χαλεπός
I. to be severe, sore, grievous, like Lat. ingravescere, of storms, Hom.
2. mostly of persons, to be violent, sorely angry, savage, Il., Attic:—c. dat. to be angry with others, Hom., etc.; so, χ. ἐπί τινι Od.; πρός τινα Xen.:—also c. dat. pers. et rei, χ. τινὶ τοῖς εἰρημένοις to be angry with him for his words, Xen.
II. to provoke to anger, Arist.:—Pass. to be provoked, Xen.
III. in Pass. also, to be treated harshly, Plat.

Lexicon Thucydideum

aegre ferre, irasci, to bear with vexation, be angry, 1.26.3, 2.22.1,
similiter similarly 2.59.3. 2.60.1, 2.82.5. 5.63.2, 8.86.4. 8.92.9.