Anonymous

φιλότιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσθω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = [[φιλοτιμία]], γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, [[βίος]] Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσθαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν [[πρός]] τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν [[πρός]] τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φαίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσθω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = [[φιλοτιμία]], γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, [[βίος]] Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσθαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν [[πρός]] τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν [[πρός]] τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φαίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui aime <i>ou</i> recherche les honneurs, ambitieux ; <i>subst.</i> τὸ φιλότιμον THC l'ambition, <i>ou</i> objet de l'ambition, chose ambitionnée ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> plein d'émulation, de zèle;<br /><b>2</b> qui se pique de générosité, généreux, libéral : [[περί]] τινα à l'égard de qqn;<br /><b>II.</b> qu’on aime à honorer, vénérable, auguste;<br /><i>Cp.</i> φιλοτιμότερος, <i>Sp.</i> φιλοτιμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τιμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλότῑμος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τιμὴν ἢ διψῶν [[τιμῆς]], [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ. (ἴδε Πλάτ. Πολ. 347Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 3), Εὐρ. Φοίν. 567, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 520· συνημμένον τῷ [[φιλοχρήματος]], Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 68C· τῷ [[φιλόνεικος]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 551Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, φ. καὶ [[ἐλευθέριος]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 16· φιλ. καὶ [[μεγαλόψυχος]] Ἰσοκρ. 189C· ― μετ’ ἀφῃρ. ὀνομάτων (ἐπὶ ἀμφοτ. τῶν σημασιῶν), εὐχὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 656· [[ἦθος]] Εὐρ. Ἱκ. 907· σοφίαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 679· [[φύσις]] Ξεν. Οἰκ. 13. 9· [[βίος]] Λυσίας 192. 7· [[πολιτεία]] Πλάτ. Πολ. 545Β· ― φ. ἐπί τινι, ἀγαπῶν νὰ τιμᾶται διά τι [[πρᾶγμα]], ἐπιθυμῶν νὰ διακρίνηται ἐπί τινι..., ἐπὶ σοφίᾳ, ἐπ’ ἀρετῇ ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 343C, ἐν Νόμ. 744Ε· [[περί]] τι Πολύβ. 9. 20, 6· φ. [[περί]] τινος [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 3· μετ’ ἀπαρ., φ. ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 2. 2· ― μετ’ αἰτ. τρόπου, φιλ. τὴν ψυχὴν [[αὐτόθι]] 7. 3· τὰ ἤθη Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 2· ― τὸ φιλότιμον = [[φιλοτιμία]], Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 22. 342, Θουκ. 2. 44, Πλάτ., κλπ. 2) φιλοδόξως ἄσωτος, [[δαψιλής]], φιλ. καὶ λαμπρὸς Δημ. 566. 10· φ. [[περί]] τινα Πλουτ. Κράσσ. 3. 3) ἐπὶ παθ. σημασ., = [[πολυτίμητος]], [[σεβαστός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1033. 4) [[φιλότιμος]] ὑπῆρξε φαίνεται ἐπώνυμον ἀρχόντων ἔν τισι τῶν [[πόλεων]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5773, πρβλ. Böckh 2. σελ. 918. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετὰ φιλοτιμίας, φιλοδόξως, ζηλοτύπως, Λυσίας 147. 28, Ἰσαῖος 67. 26 φ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πλάτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. 57D· φ. ἔχειν [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 26, κλπ.· φιλ. διατεθῆναι, διακεῖσθαι [[πρός]] τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 296, κλπ. ― Συγκριτ. φιλοτιμότερον Λυσίας 147. 38· ἢ -οτέρως, Ἰσοκρ. 190Α· ὑπερθετικ. -ότατα Πλουτ. Καῖσ. 3, κλπ.
|lstext='''φῐλότῑμος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τιμὴν ἢ διψῶν [[τιμῆς]], [[φιλόδοξος]], [[ζηλότυπος]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ. (ἴδε Πλάτ. Πολ. 347Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 3), Εὐρ. Φοίν. 567, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 520· συνημμένον τῷ [[φιλοχρήματος]], Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 68C· τῷ [[φιλόνεικος]], ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 551Α, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, φ. καὶ [[ἐλευθέριος]] Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 16· φιλ. καὶ [[μεγαλόψυχος]] Ἰσοκρ. 189C· ― μετ’ ἀφῃρ. ὀνομάτων (ἐπὶ ἀμφοτ. τῶν σημασιῶν), εὐχὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 656· [[ἦθος]] Εὐρ. Ἱκ. 907· σοφίαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 679· [[φύσις]] Ξεν. Οἰκ. 13. 9· [[βίος]] Λυσίας 192. 7· [[πολιτεία]] Πλάτ. Πολ. 545Β· ― φ. ἐπί τινι, ἀγαπῶν νὰ τιμᾶται διά τι [[πρᾶγμα]], ἐπιθυμῶν νὰ διακρίνηται ἐπί τινι..., ἐπὶ σοφίᾳ, ἐπ’ ἀρετῇ ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 343C, ἐν Νόμ. 744Ε· [[περί]] τι Πολύβ. 9. 20, 6· φ. [[περί]] τινος [[πρός]] τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 3· μετ’ ἀπαρ., φ. ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 2. 2· ― μετ’ αἰτ. τρόπου, φιλ. τὴν ψυχὴν [[αὐτόθι]] 7. 3· τὰ ἤθη Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 2· ― τὸ φιλότιμον = [[φιλοτιμία]], Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 22. 342, Θουκ. 2. 44, Πλάτ., κλπ. 2) φιλοδόξως ἄσωτος, [[δαψιλής]], φιλ. καὶ λαμπρὸς Δημ. 566. 10· φ. [[περί]] τινα Πλουτ. Κράσσ. 3. 3) ἐπὶ παθ. σημασ., = [[πολυτίμητος]], [[σεβαστός]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1033. 4) [[φιλότιμος]] ὑπῆρξε φαίνεται ἐπώνυμον ἀρχόντων ἔν τισι τῶν [[πόλεων]] τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5773, πρβλ. Böckh 2. σελ. 918. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετὰ φιλοτιμίας, φιλοδόξως, ζηλοτύπως, Λυσίας 147. 28, Ἰσαῖος 67. 26 φ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πλάτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. 57D· φ. ἔχειν [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 26, κλπ.· φιλ. διατεθῆναι, διακεῖσθαι [[πρός]] τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 296, κλπ. ― Συγκριτ. φιλοτιμότερον Λυσίας 147. 38· ἢ -οτέρως, Ἰσοκρ. 190Α· ὑπερθετικ. -ότατα Πλουτ. Καῖσ. 3, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui aime <i>ou</i> recherche les honneurs, ambitieux ; <i>subst.</i> τὸ φιλότιμον THC l'ambition, <i>ou</i> objet de l'ambition, chose ambitionnée ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> plein d'émulation, de zèle;<br /><b>2</b> qui se pique de générosité, généreux, libéral : [[περί]] τινα à l'égard de qqn;<br /><b>II.</b> qu’on aime à honorer, vénérable, auguste;<br /><i>Cp.</i> φιλοτιμότερος, <i>Sp.</i> φιλοτιμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τιμή]].
}}
}}
{{grml
{{grml