Anonymous

φυγαδεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφυγάδευσα, <i>pf. Pass.</i> πεφυγάδευμαι;<br />chasser, bannir, exiler ; [[οἱ]] πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφυγάδευσα, <i>pf. Pass.</i> πεφυγάδευμαι;<br />chasser, bannir, exiler ; [[οἱ]] πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]].
}}
}}
{{grml
{{grml