Anonymous

χορηγία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1365.png Seite 1365]] ἡ, das Amt, die Würde des [[χορηγός]], die Ausrüstung, Aufführung eines Chors. Bes. das Hergeben der Kosten zur Ausrüstung, Aufführung eines Chors, welches unter den Staatsleistungen der athenischen Bürger, λειτουργίαι, die bedeutendste war, s. Böckh's Ath. Staatshaush. I p. 484. 487; vgl. Dem. Lpt. 19 Thuc. 6, 16. – Uebh. der Kostenaufwand wozu, die Ausstattung mit Geld u. andern Mitteln; Arist. poet. 14 u. öfter; καὶ [[κατασκευή]] Plut. Lyc. 13; ἡ περὶ τοὺς στρατιώτας [[χορηγία]] Hdn. 7, 3, 6. Bes. der plur., αἱ χορηγίαι, die Zufuhr und der Vorrath von Lebensmitteln im Kriege, Pol. oft, auch übh. Einkünfte, πλείστας χορηγίας ἑτοιμάζειν τῇ πόλει 1, 72, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1365.png Seite 1365]] ἡ, das Amt, die Würde des [[χορηγός]], die Ausrüstung, Aufführung eines Chors. Bes. das Hergeben der Kosten zur Ausrüstung, Aufführung eines Chors, welches unter den Staatsleistungen der athenischen Bürger, λειτουργίαι, die bedeutendste war, s. Böckh's Ath. Staatshaush. I p. 484. 487; vgl. Dem. Lpt. 19 Thuc. 6, 16. – Uebh. der Kostenaufwand wozu, die Ausstattung mit Geld u. andern Mitteln; Arist. poet. 14 u. öfter; καὶ [[κατασκευή]] Plut. Lyc. 13; ἡ περὶ τοὺς στρατιώτας [[χορηγία]] Hdn. 7, 3, 6. Bes. der plur., αἱ χορηγίαι, die Zufuhr und der Vorrath von Lebensmitteln im Kriege, Pol. oft, auch übh. Einkünfte, πλείστας χορηγίας ἑτοιμάζειν τῇ πόλει 1, 72, 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chorège, <i>càd</i> soin d'équiper et d'organiser un chœur de danse ; frais de cet équipement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> approvisionnement, fourniture, ressources <i>en gén. ; particul.</i> ressources d'une armée, revenus d'un État, moyens de subsistance.<br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χορηγία''': ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ χορηγοῦ ἐν Ἀθήναις, ἡ πληρωμὴ τῆς δαπάνης τῆς ἀπαιτουμένης πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν τῶν δημοσίων χορῶν, ἦτο δὲ τοῦτο ἡ πρωτίστη τῶν Ἀθηναϊκῶν λειτουργιῶν, Ἀντιφῶν 118. 34, 138. 27, Θουκ. 6. 16, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· ― τὸ ἄριστον [[χωρίον]] δοκίμου συγγραφέως περὶ τῶν χορηγιῶν [[εἶναι]] τὸ τοῦ Λυσίου 161 (ἐν Ἀπολογίᾳ Δωροδοκίας), πρβλ. Böckh. P. E. 2, σ. 207 κἑξ., Herm. Pol. Ant. § 161. 2, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[χορός]]. 2) [[καθόλου]], = [[λειτουργία]], [[δαπάνη]], Νόμ. παρὰ Δημ. 261 ἐν τέλ. ΙΙ. μέσα πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν χορῶν· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἀφθονία]] χρημάτων καὶ ἄλλων ἐξωτερικῶν μέσων, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] ἡ ἐκτὸς χ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 4, Πολιτ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.· πολιτικὴ χ., πράγματα ἀναγκαῖα πρὸς παρασκευὴν καὶ σύστασιν πολιτείας, [[αὐτόθι]] 7. 4, 4. 2) μεταφορ., παρὰ μεταγενεστ. ἱστοριογράφοις, τὸ χορηγεῖν, παρέχειν, προμηθεύειν, [[προμήθεια]], Λατ. apparatus belli, τὴν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν Πολύβ. 1. 18, 9· [[ἐπεὶ]] δὲ ἥ τε [[χορηγία]] τῶν βελῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν πρὸς τὴν χρείαν ἐπιτηδείων ἐνέλιπεν 4. 71, 10, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 1. 16, 6, κλπ. β) [[καθόλου]], [[δαπάνη]], πρὸς κατασκευὴν τῶν ἀναγκαιούντων σκευῶν τῆς σκηνῆς θεάτρου, Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς ἑστίασιν, [[οἷον]] σκεύη, κτλ., Πλούτ. 2. 692Ε. γ) [[ἄφθονος]] [[παροχή]], [[ἀφθονία]], τῶν εὐτυχημάτων Ἀριστ. Πολιτ. 7. 14, 17· ὕλης Λουκ. Ἀνάχαρσ. 35· ὕδατος Ἡρῳδιαν. 8. 2· πᾶσα χ. τῆς νόσου, πᾶν ὅ,τι τρέφει καὶ περιθάλπει τὴν νόσον, Φιλόστρ. 849.
|lstext='''χορηγία''': ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ χορηγοῦ ἐν Ἀθήναις, ἡ πληρωμὴ τῆς δαπάνης τῆς ἀπαιτουμένης πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν τῶν δημοσίων χορῶν, ἦτο δὲ τοῦτο ἡ πρωτίστη τῶν Ἀθηναϊκῶν λειτουργιῶν, Ἀντιφῶν 118. 34, 138. 27, Θουκ. 6. 16, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· ― τὸ ἄριστον [[χωρίον]] δοκίμου συγγραφέως περὶ τῶν χορηγιῶν [[εἶναι]] τὸ τοῦ Λυσίου 161 (ἐν Ἀπολογίᾳ Δωροδοκίας), πρβλ. Böckh. P. E. 2, σ. 207 κἑξ., Herm. Pol. Ant. § 161. 2, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[χορός]]. 2) [[καθόλου]], = [[λειτουργία]], [[δαπάνη]], Νόμ. παρὰ Δημ. 261 ἐν τέλ. ΙΙ. μέσα πρὸς διδασκαλίαν καὶ παρασκευὴν χορῶν· [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἀφθονία]] χρημάτων καὶ ἄλλων ἐξωτερικῶν μέσων, [[μεγάλη]] [[περιουσία]] ἡ ἐκτὸς χ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 4, Πολιτ. 1. 6, 3, κ. ἀλλ.· πολιτικὴ χ., πράγματα ἀναγκαῖα πρὸς παρασκευὴν καὶ σύστασιν πολιτείας, [[αὐτόθι]] 7. 4, 4. 2) μεταφορ., παρὰ μεταγενεστ. ἱστοριογράφοις, τὸ χορηγεῖν, παρέχειν, προμηθεύειν, [[προμήθεια]], Λατ. apparatus belli, τὴν τῶν ἀναγκαίων χορηγίαν Πολύβ. 1. 18, 9· [[ἐπεὶ]] δὲ ἥ τε [[χορηγία]] τῶν βελῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν πρὸς τὴν χρείαν ἐπιτηδείων ἐνέλιπεν 4. 71, 10, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 1. 16, 6, κλπ. β) [[καθόλου]], [[δαπάνη]], πρὸς κατασκευὴν τῶν ἀναγκαιούντων σκευῶν τῆς σκηνῆς θεάτρου, Ἀριστ. Ποιητ. 14. 3· τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς ἑστίασιν, [[οἷον]] σκεύη, κτλ., Πλούτ. 2. 692Ε. γ) [[ἄφθονος]] [[παροχή]], [[ἀφθονία]], τῶν εὐτυχημάτων Ἀριστ. Πολιτ. 7. 14, 17· ὕλης Λουκ. Ἀνάχαρσ. 35· ὕδατος Ἡρῳδιαν. 8. 2· πᾶσα χ. τῆς νόσου, πᾶν ὅ,τι τρέφει καὶ περιθάλπει τὴν νόσον, Φιλόστρ. 849.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fonction de chorège, <i>càd</i> soin d'équiper et d'organiser un chœur de danse ; frais de cet équipement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> approvisionnement, fourniture, ressources <i>en gén. ; particul.</i> ressources d'une armée, revenus d'un État, moyens de subsistance.<br />'''Étymologie:''' [[χορηγός]].
}}
}}
{{grml
{{grml