Anonymous

χρεώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] ἡ, ep. [[χρειώ]], gen. χρεόος, zsgz. χρεοῦς, – [[Bedürfniß]], Bedarf, Nothdurft, [[Noth]], dah. Verlangen, dringender Wunsch; oft bei Hom.: ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], fürwahr, Etwas ist sehr Noth, Il. 9, 197, vgl. 10, 172; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender, zwingender Noth, 8, 57; χρειὼ [[ἐμεῖο]], das Bedürfniß meiner, Verlangen, Sehnsucht nach mir, 1, 341, vgl. Od. 4, 634; ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν, wo kein Ankertau Noth thut, 9, 136; – χρειὼ ἱκάνεται, das Bedürfniß kommt, entsteht, Il. 10, 118. 142. 11, 610 Od. 6, 136; auch χρειὼ γίγνεται, Il. 1, 341; – c. acc. der Person, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι Od. 5, 189; [[τίνα]] χρειὼ τόσον ἵκει 2, 28; ἐμὲ δέ χρεὼ γίγνεται [[νηός]], mich trifft, überkommt das Bedürfniß des Schiffes, 4, 634, wo γίγνεσθαι wie ein Verbum der Bewegung mit dem acc. verbunden ist; und sogar bei εἶναι steht dieser acc., [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς Il. 21, 322; – mit Auslassung des Verbums steht so nur [[χρεώ]], nicht [[χρειώ]]: [[τίπτε]] δέ σε [[χρεώ]]; sc. ἱκάνει od. ἔχει, warum doch trifft dich die Noth? Od. 1, 225 Il. 10, 85; u. wie hier auch χρή stehen könnte, so wird [[χρεώ]] τινά τινος wie χρή construirt, [[οὔτι]] με ταύτης χρεὼ τιμῆς, mich trifft das Bedürfniß dieser Ehre nicht, ich bedarf ihrer nicht, sie thut mir nicht Noth, 9, 608; eben so χρεὼ [[βουλῆς]] ἐμὲ καὶ σέ, mir und dir thut guter Rath Noth, 10, 43; [[μάλα]] δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσθλῆς καὶ πυκινῆς [[βουλῆς]] 9, 75; τί δέ σε χρεὼ [[ἐμεῖο]]; was bedarfst du meiner? 11, 601; statt des gen. steht auch der inf., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς, den trifft sehr das Bedürfniß, dem thut es sehr Noth, fest zu stehen, 11, 409, wo ebenfalls [[χρεώ]] ganz gleich mit χρή construirt ist; vgl. τῷ με [[μάλα]] χρεὼ Θέτιδι [[ζωάγρια]] τίνειν 18, 406; τῷ [[καί]] σε διδασκέμεν [[οὔτι]] [[μάλα]] [[χρεώ]] 23, 308; [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Od. 4, 707; ἐμὲ δὲ χρεὼ [[θᾶσσον]] ἱκέσθαι 15, 201; einmal findet sich solche Ellipse auch bei Eur. Hec. 970, vgl. Vors. Eur. Or. 659. – Sp. auch = das Geschäft, [[ἤδη]] γὰρ χρειὼ κεκράανται Ap. Rh. 4, 193. – Nothwendigkeit, Schicksal, [[θελκτήριος]] χρειω πόθοιο ib. 3, 33. – [Χρεώ ist bei Hom. immer einsylbig auszusprechen, u. Il. l 1, 606 vor einem Vocale sogar kurz gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] ἡ, ep. [[χρειώ]], gen. χρεόος, zsgz. χρεοῦς, – [[Bedürfniß]], Bedarf, Nothdurft, [[Noth]], dah. Verlangen, dringender Wunsch; oft bei Hom.: ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], fürwahr, Etwas ist sehr Noth, Il. 9, 197, vgl. 10, 172; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender, zwingender Noth, 8, 57; χρειὼ [[ἐμεῖο]], das Bedürfniß meiner, Verlangen, Sehnsucht nach mir, 1, 341, vgl. Od. 4, 634; ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν, wo kein Ankertau Noth thut, 9, 136; – χρειὼ ἱκάνεται, das Bedürfniß kommt, entsteht, Il. 10, 118. 142. 11, 610 Od. 6, 136; auch χρειὼ γίγνεται, Il. 1, 341; – c. acc. der Person, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι Od. 5, 189; [[τίνα]] χρειὼ τόσον ἵκει 2, 28; ἐμὲ δέ χρεὼ γίγνεται [[νηός]], mich trifft, überkommt das Bedürfniß des Schiffes, 4, 634, wo γίγνεσθαι wie ein Verbum der Bewegung mit dem acc. verbunden ist; und sogar bei εἶναι steht dieser acc., [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς Il. 21, 322; – mit Auslassung des Verbums steht so nur [[χρεώ]], nicht [[χρειώ]]: [[τίπτε]] δέ σε [[χρεώ]]; sc. ἱκάνει od. ἔχει, warum doch trifft dich die Noth? Od. 1, 225 Il. 10, 85; u. wie hier auch χρή stehen könnte, so wird [[χρεώ]] τινά τινος wie χρή construirt, [[οὔτι]] με ταύτης χρεὼ τιμῆς, mich trifft das Bedürfniß dieser Ehre nicht, ich bedarf ihrer nicht, sie thut mir nicht Noth, 9, 608; eben so χρεὼ [[βουλῆς]] ἐμὲ καὶ σέ, mir und dir thut guter Rath Noth, 10, 43; [[μάλα]] δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσθλῆς καὶ πυκινῆς [[βουλῆς]] 9, 75; τί δέ σε χρεὼ [[ἐμεῖο]]; was bedarfst du meiner? 11, 601; statt des gen. steht auch der inf., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς, den trifft sehr das Bedürfniß, dem thut es sehr Noth, fest zu stehen, 11, 409, wo ebenfalls [[χρεώ]] ganz gleich mit χρή construirt ist; vgl. τῷ με [[μάλα]] χρεὼ Θέτιδι [[ζωάγρια]] τίνειν 18, 406; τῷ [[καί]] σε διδασκέμεν [[οὔτι]] [[μάλα]] [[χρεώ]] 23, 308; [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Od. 4, 707; ἐμὲ δὲ χρεὼ [[θᾶσσον]] ἱκέσθαι 15, 201; einmal findet sich solche Ellipse auch bei Eur. Hec. 970, vgl. Vors. Eur. Or. 659. – Sp. auch = das Geschäft, [[ἤδη]] γὰρ χρειὼ κεκράανται Ap. Rh. 4, 193. – Nothwendigkeit, Schicksal, [[θελκτήριος]] χρειω πόθοιο ib. 3, 33. – [Χρεώ ist bei Hom. immer einsylbig auszusprechen, u. Il. l 1, 606 vor einem Vocale sogar kurz gebraucht.]
}}
{{bailly
|btext=χρεόος, <i>att.</i> χρεοῦς (ἡ) :<br />besoin, nécessité : χρειοῖ (<i>ion. p.</i> χρεοῖ) ἀναγκαίῃ IL par l'effet d'une dure nécessité ; • avec le gén. : ἵν’ [[οὐ]] χρεὼ πείσματός ἐστι OD là où il n’est pas besoin de câble ; [[χρειώ]] με ἵκει τινός OD <i>ou</i> [[χρειώ]] με ἱκάνεται IL, OD <i>ou</i> γίγνεται IL <i>ou</i> [[ἐστί]] τινος IL j’ai besoin de qch ; [[τίπτε]] [[δέ]] [[σε]] [[χρεώ]] ; IL quel besoin as-tu de cela ? [[τί]] [[δέ]] [[σε]] χρεὼ [[ἐμεῖο]] ; IL qu’as-tu besoin de moi ? χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ [[σέ]] IL nous avons, toi et moi, besoin de prudence ; • avec une prop. inf. : [[οὐδέ]] [[τί]] μιν χρεὼ [[νηῶν]] [[ἐπιβαινέμεν]] OD il n’est pas besoin qu’il monte sur des navires.<br />'''Étymologie:''' R. Χρα, prendre ; cf. [[χράω]]², [[χρεία]], [[χρέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρεώ''': Ἐπεικ. [[χρειώ]], γεν. οῦς, ἡ, ἴδε ἐν τέλ. ([[χρέος]], [[χρεία]])· -[[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]]· [[ὅθεν]], ἐπιθυμία, [[πόθος]], ἐπείγουσα ἐπιθυμία, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], [[ὄντως]] ὑπάρχει [[μεγάλη]] τις [[ἀνάγκη]], Ἰλ. Ι. 197, πρβλ. Κ. 172· χρειεῖ ἀναγκαίῃ, [[ἕνεκα]] τῆς σκληρᾶς ἀνάγκης, Θ. 57· μετὰ γενικ., χρειὼ ἐμεῖο, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]] ἐμοῦ, Α. 341, πρβλ. Ὀδ. Δ. 634· ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματος ἐστιν, [[ὅταν]] δὲν ὑπάρχῃ [[ἀνάγκη]] καλῳδίου Ι. 136. 2) [[χρειώ]] ἱκάνεται, ἐγείρεται, παρουσιάζεται [[ἀνάγκη]], <br />Ἰλ. Κ. 118, 142, Ὀδ. Ζ. 136· οὕτω, χρειὼ γίγνεται Ἰλ. Α. 341· χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Κ. 172· [[τίπτε]] δέ σε [[χρειώ]] δεῦρ’ ἤγαγε; Ὀδ. Δ. 312. 3) χρ. ἱκάνει τινά, ἐπέρχεται εἴς τινα, ὅτι με χρειὼ τόσον ἵκοι Ε. 189· τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; Β. 28· [[ὡσαύτως]], ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς [[νηός]], [[ἔνθα]] τὸ χρεὼ γίγνεται = χρὴ Ι. 2), Δ. 634· [[προσέτι]], [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Ἰλ. Φ. 322. 4) [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[συνήθης]] παρ’ Ὁμήρῳ ἐλλειπτικὴ [[χρῆσις]] τοῦ χρεὼ μετ’ αἰτ. προσ., [[τίπτε]] δέ σε χρεὼ (ἐξυπακ. ἱκάνει); Ὀδ. Α. 225, Ἰλ. Κ. 85· ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] τὸ χρεὼ [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ γεν., [[οὔτε]] με ταύτης χρεὼ [[τιμῆς]], δέν με κατέχει [[ἀνάγκη]] ταύτης τῆς [[τιμῆς]], δηλ. «οὐ χρείαν ἔχω τῆς τε τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος [[τιμῆς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 608· χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ Κ. 43, πρβλ. Ι. 75· τί δέ σε χρειὼ ἐμεῖο; Λ. 606· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἐστάμεναι κρατερῶς, [[εἶναι]] [[μεγάλη]] [[ἀνάγκη]] νὰ σταθῇ ἰσχυρῶς, Ἰλ. Λ. 409· [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Ὀδ. Δ. 707· πρβλ. Ἰλ. Σ. 406, Ὀδ. Ο. 201, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 649· ― ἐκ τῶν Ἀττ. ὁ Εὐρ. ἐμιμήθη [[ἅπαξ]] τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἀλλὰ τίς [[χρεία]] σ’ ἐμοῦ; Ἑκ. 976, [[ἔνθα]] πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 659, καὶ ἴδε χρὴ Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[χρεών]], [[ἀνάγκη]], [[μοῖρα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 33, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡς τὸ χρεός, [[ὑπόθεσις]], [[ἐργασία]], [[αὐτόθι]], Δ. 191· ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἐπική. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται ἐπ’ ἴσης χρῆσιν ἀμφοτέρων τῶν τύπων χρεὼ καὶ [[χρειώ]]· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐλλειπτικῇ φράσει τῇ μνημονευθείσῃ ἀνωτέρω Ι. 3, ἔχει ἀείποτε [[χρεώ]], καὶ τοῦτο ὡς μονοσύλλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἰλ. Λ. 606, χρεὼ πρὸ φωνήεντος κεῖται ὡς βραχύ, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 161.
|lstext='''χρεώ''': Ἐπεικ. [[χρειώ]], γεν. οῦς, ἡ, ἴδε ἐν τέλ. ([[χρέος]], [[χρεία]])· -[[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]]· [[ὅθεν]], ἐπιθυμία, [[πόθος]], ἐπείγουσα ἐπιθυμία, συχν. παρ’ Ὁμ.· ἦ τι [[μάλα]] [[χρεώ]], [[ὄντως]] ὑπάρχει [[μεγάλη]] τις [[ἀνάγκη]], Ἰλ. Ι. 197, πρβλ. Κ. 172· χρειεῖ ἀναγκαίῃ, [[ἕνεκα]] τῆς σκληρᾶς ἀνάγκης, Θ. 57· μετὰ γενικ., χρειὼ ἐμεῖο, [[ἔλλειψις]], [[ἀνάγκη]] ἐμοῦ, Α. 341, πρβλ. Ὀδ. Δ. 634· ἵν’ οὐ χρεὼ πείσματος ἐστιν, [[ὅταν]] δὲν ὑπάρχῃ [[ἀνάγκη]] καλῳδίου Ι. 136. 2) [[χρειώ]] ἱκάνεται, ἐγείρεται, παρουσιάζεται [[ἀνάγκη]], <br />Ἰλ. Κ. 118, 142, Ὀδ. Ζ. 136· οὕτω, χρειὼ γίγνεται Ἰλ. Α. 341· χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Κ. 172· [[τίπτε]] δέ σε [[χρειώ]] δεῦρ’ ἤγαγε; Ὀδ. Δ. 312. 3) χρ. ἱκάνει τινά, ἐπέρχεται εἴς τινα, ὅτι με χρειὼ τόσον ἵκοι Ε. 189· τίνα χρειὼ τόσον ἵκει; Β. 28· [[ὡσαύτως]], ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς [[νηός]], [[ἔνθα]] τὸ χρεὼ γίγνεται = χρὴ Ι. 2), Δ. 634· [[προσέτι]], [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης Ἰλ. Φ. 322. 4) [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[συνήθης]] παρ’ Ὁμήρῳ ἐλλειπτικὴ [[χρῆσις]] τοῦ χρεὼ μετ’ αἰτ. προσ., [[τίπτε]] δέ σε χρεὼ (ἐξυπακ. ἱκάνει); Ὀδ. Α. 225, Ἰλ. Κ. 85· ἐν τῇ φράσει [[ταύτῃ]] τὸ χρεὼ [[συχνάκις]] συνάπτεται μετὰ γεν., [[οὔτε]] με ταύτης χρεὼ [[τιμῆς]], δέν με κατέχει [[ἀνάγκη]] ταύτης τῆς [[τιμῆς]], δηλ. «οὐ χρείαν ἔχω τῆς τε τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἀγαμέμνονος [[τιμῆς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 608· χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ Κ. 43, πρβλ. Ι. 75· τί δέ σε χρειὼ ἐμεῖο; Λ. 606· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., τὸν δὲ [[μάλα]] χρεὼ ἐστάμεναι κρατερῶς, [[εἶναι]] [[μεγάλη]] [[ἀνάγκη]] νὰ σταθῇ ἰσχυρῶς, Ἰλ. Λ. 409· [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ [[νηῶν]] ἐπιβαινέμεν Ὀδ. Δ. 707· πρβλ. Ἰλ. Σ. 406, Ὀδ. Ο. 201, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 649· ― ἐκ τῶν Ἀττ. ὁ Εὐρ. ἐμιμήθη [[ἅπαξ]] τὴν ἔλλειψιν ταύτην, ἀλλὰ τίς [[χρεία]] σ’ ἐμοῦ; Ἑκ. 976, [[ἔνθα]] πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 659, καὶ ἴδε χρὴ Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[χρεών]], [[ἀνάγκη]], [[μοῖρα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 33, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡς τὸ χρεός, [[ὑπόθεσις]], [[ἐργασία]], [[αὐτόθι]], Δ. 191· ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Ἐπική. ― Ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται ἐπ’ ἴσης χρῆσιν ἀμφοτέρων τῶν τύπων χρεὼ καὶ [[χρειώ]]· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐλλειπτικῇ φράσει τῇ μνημονευθείσῃ ἀνωτέρω Ι. 3, ἔχει ἀείποτε [[χρεώ]], καὶ τοῦτο ὡς μονοσύλλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἰλ. Λ. 606, χρεὼ πρὸ φωνήεντος κεῖται ὡς βραχύ, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 161.
}}
{{bailly
|btext=χρεόος, <i>att.</i> χρεοῦς (ἡ) :<br />besoin, nécessité : χρειοῖ (<i>ion. p.</i> χρεοῖ) ἀναγκαίῃ IL par l'effet d'une dure nécessité ; • avec le gén. : ἵν’ [[οὐ]] χρεὼ πείσματός ἐστι OD là où il n’est pas besoin de câble ; [[χρειώ]] με ἵκει τινός OD <i>ou</i> [[χρειώ]] με ἱκάνεται IL, OD <i>ou</i> γίγνεται IL <i>ou</i> [[ἐστί]] τινος IL j’ai besoin de qch ; [[τίπτε]] [[δέ]] [[σε]] [[χρεώ]] ; IL quel besoin as-tu de cela ? [[τί]] [[δέ]] [[σε]] χρεὼ [[ἐμεῖο]] ; IL qu’as-tu besoin de moi ? χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ [[σέ]] IL nous avons, toi et moi, besoin de prudence ; • avec une prop. inf. : [[οὐδέ]] [[τί]] μιν χρεὼ [[νηῶν]] [[ἐπιβαινέμεν]] OD il n’est pas besoin qu’il monte sur des navires.<br />'''Étymologie:''' R. Χρα, prendre ; cf. [[χράω]]², [[χρεία]], [[χρέος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth