Anonymous

χώρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] ἡ, ion. χώρη, 1) der Raum, der Etwas umfaßt, den Etwas einnimmt, [[Ort]], Platz, [[Stelle]]; Hom. χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες Il. 16, 68; [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη [[μεσσηγύς]] 23, 522; bes. der angewiesene Platz, oder der Platz, wo sich Einer befindet, ἂψ ἐνὶ χώρῃ ἕζετο, 23, 349 Od. 16, 352; θείη [[ἄλλῃ]] ἐνὶ χώρῃ, auf eine andere Stelle setzen, 23, 186; εἰς χώραν τινὸς καθίστασθαι, an Jemandes Stelle treten, Xen. Cyr. 2, 1,23; χώραν παρέχειν, Raum geben, Arist. H. A. 10, 3; ἐν χώρᾳ, κατὰ χώραν, an Ort und Stelle, ruhig auf seinem Platz, Her. u. Folgde; [[Ἄρης]] δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ Aesch. Ag. 78; κατὰ χώραν ἔχειν, sich an seinem Platze befinden, sich in Ruhe und Ordnung befinden, Ar. Plut. 367 Ran. 792, wie μένειν κατὰ χώραν, Equ. 1351; Her. 4, 135. 201; Thuc. 4, 75 (χώραν λείπειν, seinen Posten verlassen, 2, 87); Plat. Tim. 83 a u. öfter; Isocr. 4, 176 u. sonst; κατὰ χώραν μένειν ἐᾶν τοὺς νόμους Dem. 24, 5; ἐᾶν κατὰ χώραν, an seinem Platze lassen, nicht beunruhigen, Xen. Hell. 6, 5,6; Sp., wie Pol. oft; χώραν [[λαβεῖν]], Platz fassen, in Ruhe und Ordnung kommen, Xen. Cyr. 4, 5,37. – Uebrtr., die Einem im Leben angewiesene Stelle, Rang, Amt, Ehrenstelle, Pol. οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες, 1, 43, 1, vgl. 35, 4,4; – ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι, an Jemandes Stelle sein, seinen Rang haben, geachtet sein wie Einer, ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι, für einen Knecht gelten, Xen. An. 5, 6,14, wie ἐν μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι, Cyr. 2, 1,18; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 957; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι, in keinerlei Rang oder Ansehen stehen, für gar Nichts gelten, Xen. An. 5, 7,28; vgl. Theogn. 152 χώρην μηδεμίην τινὸς [[θεῖναι]], u. 820 ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει. – 2)[[ Land]], [[Landstrich]], [[Gebiet]], Od. 8, 573 ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων; Tragg., [[Δαρεῖος]] ἆρχε χώρας Aesch. Pers. 856, u. sehr oft, wie Soph.; Her. oft, u. Folgde, wie Plat., βασιλεύοντι χώρας Polit. 259 a, sonst oft neben [[πόλις]]; ἐπὶ χώρας εἶναι, im Lande, in der Heimath sein, Xen. Cyr. 7, 5,68. – Auch das Land im Ggstz der Stadt, ὁ ἐκ τῆς χώρας [[σῖτος]] Xen. Mem. 3, 6,13; χώρας [[γεωργία]] Plat. Epin. 975 b; – Landgut, Xen. Cyr. 8, 4,28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] ἡ, ion. χώρη, 1) der Raum, der Etwas umfaßt, den Etwas einnimmt, [[Ort]], Platz, [[Stelle]]; Hom. χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες Il. 16, 68; [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη [[μεσσηγύς]] 23, 522; bes. der angewiesene Platz, oder der Platz, wo sich Einer befindet, ἂψ ἐνὶ χώρῃ ἕζετο, 23, 349 Od. 16, 352; θείη [[ἄλλῃ]] ἐνὶ χώρῃ, auf eine andere Stelle setzen, 23, 186; εἰς χώραν τινὸς καθίστασθαι, an Jemandes Stelle treten, Xen. Cyr. 2, 1,23; χώραν παρέχειν, Raum geben, Arist. H. A. 10, 3; ἐν χώρᾳ, κατὰ χώραν, an Ort und Stelle, ruhig auf seinem Platz, Her. u. Folgde; [[Ἄρης]] δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ Aesch. Ag. 78; κατὰ χώραν ἔχειν, sich an seinem Platze befinden, sich in Ruhe und Ordnung befinden, Ar. Plut. 367 Ran. 792, wie μένειν κατὰ χώραν, Equ. 1351; Her. 4, 135. 201; Thuc. 4, 75 (χώραν λείπειν, seinen Posten verlassen, 2, 87); Plat. Tim. 83 a u. öfter; Isocr. 4, 176 u. sonst; κατὰ χώραν μένειν ἐᾶν τοὺς νόμους Dem. 24, 5; ἐᾶν κατὰ χώραν, an seinem Platze lassen, nicht beunruhigen, Xen. Hell. 6, 5,6; Sp., wie Pol. oft; χώραν [[λαβεῖν]], Platz fassen, in Ruhe und Ordnung kommen, Xen. Cyr. 4, 5,37. – Uebrtr., die Einem im Leben angewiesene Stelle, Rang, Amt, Ehrenstelle, Pol. οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες, 1, 43, 1, vgl. 35, 4,4; – ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι, an Jemandes Stelle sein, seinen Rang haben, geachtet sein wie Einer, ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι, für einen Knecht gelten, Xen. An. 5, 6,14, wie ἐν μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι, Cyr. 2, 1,18; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 957; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι, in keinerlei Rang oder Ansehen stehen, für gar Nichts gelten, Xen. An. 5, 7,28; vgl. Theogn. 152 χώρην μηδεμίην τινὸς [[θεῖναι]], u. 820 ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει. – 2)[[ Land]], [[Landstrich]], [[Gebiet]], Od. 8, 573 ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων; Tragg., [[Δαρεῖος]] ἆρχε χώρας Aesch. Pers. 856, u. sehr oft, wie Soph.; Her. oft, u. Folgde, wie Plat., βασιλεύοντι χώρας Polit. 259 a, sonst oft neben [[πόλις]]; ἐπὶ χώρας εἶναι, im Lande, in der Heimath sein, Xen. Cyr. 7, 5,68. – Auch das Land im Ggstz der Stadt, ὁ ἐκ τῆς χώρας [[σῖτος]] Xen. Mem. 3, 6,13; χώρας [[γεωργία]] Plat. Epin. 975 b; – Landgut, Xen. Cyr. 8, 4,28.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> espace de terre limité, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> espace de terre situé entre deux objets, l'intervalle : [[οὐδέ]] [[τι]] πολλὴ [[χώρη]] [[μεσσηγύς]] IL et il n’y a pas grand intervalle au milieu;<br /><b>2</b> emplacement, <i>en gén.</i> place : ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ IL dans un petit espace;<br /><b>3</b> place occupée par une personne <i>ou</i> par une chose ; [[ἐν]] χώρᾳ [[εἶναι]] PLUT être à une place ; κατὰ χώραν ἔχειν, se tenir à sa place, demeurer en repos, <i>ou</i> laisser qch en place ; κατὰ χώραν μένειν HDT rester à sa place;<br /><b>4</b> place marquée, rang, poste ; <i>particul.</i> place assignée à un soldat, poste : χώραν ἔχειν XÉN occuper son poste ; [[ἐν]] χώρᾳ πίπτειν XÉN tomber à son poste ; [[ἐν]] χώρᾳ [[θανεῖν]] XÉN mourir à son poste ; χώραν λείπειν THC <i>ou</i> προλείπειν THC abandonner son poste;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> place <i>ou</i> position qu’on occupe dans la vie : χώραν ἔντιμον ἔχειν XÉN avoir une situation honorable ; [[ἐν]] μισθοφόρου χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN être au rang d'un mercenaire ; [[ἐν]] ἀνδραπόδων χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN être réduit au rang des esclaves ; [[ἐν]] οὐδεμιᾷ χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN n’avoir aucun rang, être considéré comme rien;<br /><b>II.</b> espace de pays, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pays, contrée : ἡ [[χώρη]] ἡ Ἀττική HDT le territoire de l'Attique, l'Attique ; [[οἱ]] κατὰ χώραν ATT les habitants du pays ; <i>particul.</i> patrie;<br /><b>2</b> sol, terre;<br /><b>3</b> campagne ; bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χῶρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χώρα''': Ἰωνικ. χώρη, ἡ, = [[χῶρος]], ὁ [[χῶρος]] ἢ ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ὑπάρχει τι, Λατ. locus (ἐκτενέστερος τοῦ [[τόπος]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 124· εἰ καὶ [[πολλάκις]] συνάπτονται ἀμφότερα, π. χ. Πλάτ. Νόμ. 705, Τίμ. Λοκρ. 94Β· ἀντιστρόφως, χώρας ἐν τόποις Λιβυστικοῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 292), [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521· [[νόμισμα]] .. χώρας [[μεγάλης]] δέοιτ’ ἂν Ξεν. Λακ. 7, 5· χώραν παρέχειν, Λατ. locum dare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 4· χώραν τινὶ καταλιπεῖν, καταλιπεῖν χῶρον αὐτῷ Πλούτ. 2. 124Α, κλπ. 2) [[καθόλου]], [[τόπος]], [[μέρος]], στρέψεσθ’ ἐκ χώρης ὄθι .. Ἰλ. Ζ. 516, πρβλ. Ὀδ. Π. 352· ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Ἰλ. Ρ. 394· χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν, μεταβαίνειν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· ἡ πρώτη χ., τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (τῆς λάρνακος), Παυσ. 5. 17., 6. 3) ὁ [[τόπος]] ἢ ἡ [[θέσις]] τινός, ὁ προσήκων [[τόπος]], ἐν χώρῃ ἕζεσθαι Ἰλ. Ψ. 349· ἰδίως ἡ [[θέσις]] στρατιώτου χώραν λιπεῖν, προλείπειν Θουκ. 4. 126., 2, 87· περὶ τοῦ ἐν Αἰσχίν. 74. 22, ἴδε ἐν λ. [[μισθοφορέω]] Ι. 1, ἴδε κατωτ.· χώραν [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, [[εὑρίσκω]] τὴν θέσιν μου, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα, ἕως οὗ τεθῶσιν εἰς τάξιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 37 οὐ διδοὺς ἑτέρῳ τόπον οὐδὲ χώραν διακονίας Πλούτ. 2. 62D· ὥρᾳ καὶ χώρᾳ τινί, κατά τινα χρόνον καὶ τόπον, συχν. παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβεκ Παραλ. 55. 4) μεταφ., ἡ ὡρισμένη [[θέσις]] τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ βίῳ, ἡ [[θέσις]] τινός, ἡ [[κατάστασις]], ἐν χώρᾳ τινός εἰμι, εἶμαι εἰς τὸν τόπον ἢ εἰς τὴν θέσιν τινός, θεωροῦμαι ὡς [[ἐκεῖνος]], ὡς τὸ Λατ. locum alicujus tenere, [[οἷον]], ἐν ἀνδραπόδων ἢ μισθοφόρων χώρᾳ εἰμί, εἶμαι ἐν τῇ θέσει ἢ καταστάσει δούλων ἢ μισθοφόρων, ὡς [[τοιοῦτος]] θεωροῦμαι, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 13, Κύρου Παιδ. 2. 1, 18· ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἰμί, δὲν ἔχω θέσιν ἢ τόπον, δὲν ἔχω ὑπόληψιν, nullo loco heberi, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 7, 28· οὕτω, οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι (Bgk γ’ ὥρην) Θέογν. 152· ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει ὁ αὐτ. 820, καὶ [[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· τὰς μεγίστας χώρας ἔχειν Πολύβ. 1. 43, 1· - πρβλ. [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Ι. 5, [[σκνίψ]]. 5) ἐν ταῖς τελευταίαις ταύταις σημασίαις συχν. μετὰ προθέσεως, ἐκ χώρας ὁρμᾶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πορευόμενος μάχεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 33· - εἰς τὴν χώραν [[πάρειμι]], εἶμαι ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει, εὑρίσκομαι εἰς τὴν θέσιν μου, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4, πρβλ. Θεόκρ. 15. 57· εἰς χώραν τινὸς καθίσταμαι [[καταλαμβάνω]] τὴν θέσιν τινός, διαδέχομαί τινα, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· - ἐν χώρᾳ, «εἰς τὸν τόπον», εἰς τὴν θέσιν τὴν προσήκουσαν, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ, τὸ πολεμικὸν [[πνεῦμα]] δὲν [[εἶναι]] ἐν τῇ θέσει του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· ἐν τῇ χώρᾳ γενέσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 15· ἐν χώρᾳ [[πίπτω]], [[ἀποθνήσκω]], ἐν τῇ θέσει (μου), καὶ ἔχων τὴν θέσιν (μου), ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 20., 8. 39· - ἐπὶ χώρας ἔσσαι, τοποθετεῖν τι εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν, Πινδ. Π. 4. 486· - κατὰ χώραν (χώρην) εἰμί, ἔχω, εἶμαι ἐν τῷ τόπῳ μου, τηρῶ τι ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ, Ἡρόδ. 4. 135., 6. 42, Ἀριστοφ. Πλ. 367, Βάτραχ. 793· κατὰ χ. μένειν Ἡρόδ. 7. 95., 8. 108, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θουκ. 4. 26, κτλ.· [[προσέτι]], μένει τὸ [[ὅρκιον]] κατὰ χ., ὡς ἦτο, ἀμετάβλητον, Ἡρόδοτ. 4. 201· κατὰ χ. ἀπιέναι, ἀπιέναι, ἐπέρχεσθαι, ὑποχωρεῖν ἐν τάξει, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ἐῶ κατὰ χ., ἀφίνω τι ἐν τῷ τόπῳ του, ἀφίνω τι ὡς ἦτο, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 5, 6, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 17, Δημ. 701. 16. ΙΙ. χώρᾳ, γῇ, δηλ. 1) [[μέρος]] γῆς ἐκτεταμένον, [[χώρα]], Λατ. regio, ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 573· ἡ χ. ἡ Ἀττικὴ Ἡρόδοτ. 9. 13· συχν. παρὰ Τραγικ., Ἑλλάδα χώραν Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· Εὐβοῖδα χ. Σοφ. Τραχ. 74, κλπ.· - ἡ [[χώρα]], ἀπολ., ἡ [[πατρίς]], [[οἷον]] ἡ Ἀττική, Λυκοῦργ. 147. 42, κλπ. 2) [[περιουσία]] ἐκ μέρους γῆς, «ὑποστατικόν», [[κτῆμα]], Λατιν. ager, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28., 6. 4· μεγαλείτερον τοῦ ἀγροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 7. 3) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, Λατιν. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας [[σῖτος]] Θουκ. 2. 5, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 11 καὶ 13· οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 10, 5· ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν ἄστει, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· - τὸ Χῶρος [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]]· ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, μόνον ὁ [[τύπος]] [[χώρα]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.· ἐν ᾧ ἐπὶ τῆς σημ. Ι, κοινὸς [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] [[χῶρος]], ἀλλ’ οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ ἰδιάζοντος ἢ οἰκείου τόπου ἢ θέσεως.
|lstext='''χώρα''': Ἰωνικ. χώρη, ἡ, = [[χῶρος]], ὁ [[χῶρος]] ἢ ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ὑπάρχει τι, Λατ. locus (ἐκτενέστερος τοῦ [[τόπος]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 124· εἰ καὶ [[πολλάκις]] συνάπτονται ἀμφότερα, π. χ. Πλάτ. Νόμ. 705, Τίμ. Λοκρ. 94Β· ἀντιστρόφως, χώρας ἐν τόποις Λιβυστικοῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 292), [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521· [[νόμισμα]] .. χώρας [[μεγάλης]] δέοιτ’ ἂν Ξεν. Λακ. 7, 5· χώραν παρέχειν, Λατ. locum dare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 4· χώραν τινὶ καταλιπεῖν, καταλιπεῖν χῶρον αὐτῷ Πλούτ. 2. 124Α, κλπ. 2) [[καθόλου]], [[τόπος]], [[μέρος]], στρέψεσθ’ ἐκ χώρης ὄθι .. Ἰλ. Ζ. 516, πρβλ. Ὀδ. Π. 352· ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Ἰλ. Ρ. 394· χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν, μεταβαίνειν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· ἡ πρώτη χ., τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (τῆς λάρνακος), Παυσ. 5. 17., 6. 3) ὁ [[τόπος]] ἢ ἡ [[θέσις]] τινός, ὁ προσήκων [[τόπος]], ἐν χώρῃ ἕζεσθαι Ἰλ. Ψ. 349· ἰδίως ἡ [[θέσις]] στρατιώτου χώραν λιπεῖν, προλείπειν Θουκ. 4. 126., 2, 87· περὶ τοῦ ἐν Αἰσχίν. 74. 22, ἴδε ἐν λ. [[μισθοφορέω]] Ι. 1, ἴδε κατωτ.· χώραν [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινά, [[εὑρίσκω]] τὴν θέσιν μου, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα, ἕως οὗ τεθῶσιν εἰς τάξιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 37 οὐ διδοὺς ἑτέρῳ τόπον οὐδὲ χώραν διακονίας Πλούτ. 2. 62D· ὥρᾳ καὶ χώρᾳ τινί, κατά τινα χρόνον καὶ τόπον, συχν. παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβεκ Παραλ. 55. 4) μεταφ., ἡ ὡρισμένη [[θέσις]] τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ βίῳ, ἡ [[θέσις]] τινός, ἡ [[κατάστασις]], ἐν χώρᾳ τινός εἰμι, εἶμαι εἰς τὸν τόπον ἢ εἰς τὴν θέσιν τινός, θεωροῦμαι ὡς [[ἐκεῖνος]], ὡς τὸ Λατ. locum alicujus tenere, [[οἷον]], ἐν ἀνδραπόδων ἢ μισθοφόρων χώρᾳ εἰμί, εἶμαι ἐν τῇ θέσει ἢ καταστάσει δούλων ἢ μισθοφόρων, ὡς [[τοιοῦτος]] θεωροῦμαι, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 13, Κύρου Παιδ. 2. 1, 18· ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἰμί, δὲν ἔχω θέσιν ἢ τόπον, δὲν ἔχω ὑπόληψιν, nullo loco heberi, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 7, 28· οὕτω, οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι (Bgk γ’ ὥρην) Θέογν. 152· ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει ὁ αὐτ. 820, καὶ [[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· τὰς μεγίστας χώρας ἔχειν Πολύβ. 1. 43, 1· - πρβλ. [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Ι. 5, [[σκνίψ]]. 5) ἐν ταῖς τελευταίαις ταύταις σημασίαις συχν. μετὰ προθέσεως, ἐκ χώρας ὁρμᾶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πορευόμενος μάχεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 33· - εἰς τὴν χώραν [[πάρειμι]], εἶμαι ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει, εὑρίσκομαι εἰς τὴν θέσιν μου, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4, πρβλ. Θεόκρ. 15. 57· εἰς χώραν τινὸς καθίσταμαι [[καταλαμβάνω]] τὴν θέσιν τινός, διαδέχομαί τινα, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· - ἐν χώρᾳ, «εἰς τὸν τόπον», εἰς τὴν θέσιν τὴν προσήκουσαν, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ, τὸ πολεμικὸν [[πνεῦμα]] δὲν [[εἶναι]] ἐν τῇ θέσει του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· ἐν τῇ χώρᾳ γενέσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 15· ἐν χώρᾳ [[πίπτω]], [[ἀποθνήσκω]], ἐν τῇ θέσει (μου), καὶ ἔχων τὴν θέσιν (μου), ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 20., 8. 39· - ἐπὶ χώρας ἔσσαι, τοποθετεῖν τι εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν, Πινδ. Π. 4. 486· - κατὰ χώραν (χώρην) εἰμί, ἔχω, εἶμαι ἐν τῷ τόπῳ μου, τηρῶ τι ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ, Ἡρόδ. 4. 135., 6. 42, Ἀριστοφ. Πλ. 367, Βάτραχ. 793· κατὰ χ. μένειν Ἡρόδ. 7. 95., 8. 108, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θουκ. 4. 26, κτλ.· [[προσέτι]], μένει τὸ [[ὅρκιον]] κατὰ χ., ὡς ἦτο, ἀμετάβλητον, Ἡρόδοτ. 4. 201· κατὰ χ. ἀπιέναι, ἀπιέναι, ἐπέρχεσθαι, ὑποχωρεῖν ἐν τάξει, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ἐῶ κατὰ χ., ἀφίνω τι ἐν τῷ τόπῳ του, ἀφίνω τι ὡς ἦτο, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 5, 6, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 17, Δημ. 701. 16. ΙΙ. χώρᾳ, γῇ, δηλ. 1) [[μέρος]] γῆς ἐκτεταμένον, [[χώρα]], Λατ. regio, ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 573· ἡ χ. ἡ Ἀττικὴ Ἡρόδοτ. 9. 13· συχν. παρὰ Τραγικ., Ἑλλάδα χώραν Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· Εὐβοῖδα χ. Σοφ. Τραχ. 74, κλπ.· - ἡ [[χώρα]], ἀπολ., ἡ [[πατρίς]], [[οἷον]] ἡ Ἀττική, Λυκοῦργ. 147. 42, κλπ. 2) [[περιουσία]] ἐκ μέρους γῆς, «ὑποστατικόν», [[κτῆμα]], Λατιν. ager, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28., 6. 4· μεγαλείτερον τοῦ ἀγροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 7. 3) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, Λατιν. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας [[σῖτος]] Θουκ. 2. 5, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 11 καὶ 13· οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 10, 5· ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν ἄστει, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· - τὸ Χῶρος [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]]· ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, μόνον ὁ [[τύπος]] [[χώρα]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.· ἐν ᾧ ἐπὶ τῆς σημ. Ι, κοινὸς [[εἶναι]] ὁ [[τύπος]] [[χῶρος]], ἀλλ’ οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ ἰδιάζοντος ἢ οἰκείου τόπου ἢ θέσεως.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> espace de terre limité, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> espace de terre situé entre deux objets, l'intervalle : [[οὐδέ]] [[τι]] πολλὴ [[χώρη]] [[μεσσηγύς]] IL et il n’y a pas grand intervalle au milieu;<br /><b>2</b> emplacement, <i>en gén.</i> place : ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ IL dans un petit espace;<br /><b>3</b> place occupée par une personne <i>ou</i> par une chose ; [[ἐν]] χώρᾳ [[εἶναι]] PLUT être à une place ; κατὰ χώραν ἔχειν, se tenir à sa place, demeurer en repos, <i>ou</i> laisser qch en place ; κατὰ χώραν μένειν HDT rester à sa place;<br /><b>4</b> place marquée, rang, poste ; <i>particul.</i> place assignée à un soldat, poste : χώραν ἔχειν XÉN occuper son poste ; [[ἐν]] χώρᾳ πίπτειν XÉN tomber à son poste ; [[ἐν]] χώρᾳ [[θανεῖν]] XÉN mourir à son poste ; χώραν λείπειν THC <i>ou</i> προλείπειν THC abandonner son poste;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> place <i>ou</i> position qu’on occupe dans la vie : χώραν ἔντιμον ἔχειν XÉN avoir une situation honorable ; [[ἐν]] μισθοφόρου χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN être au rang d'un mercenaire ; [[ἐν]] ἀνδραπόδων χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN être réduit au rang des esclaves ; [[ἐν]] οὐδεμιᾷ χώρᾳ [[εἶναι]] XÉN n’avoir aucun rang, être considéré comme rien;<br /><b>II.</b> espace de pays, <i>d'où</i><br /><b>1</b> pays, contrée : ἡ [[χώρη]] ἡ Ἀττική HDT le territoire de l'Attique, l'Attique ; [[οἱ]] κατὰ χώραν ATT les habitants du pays ; <i>particul.</i> patrie;<br /><b>2</b> sol, terre;<br /><b>3</b> campagne ; bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χῶρος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater