3,277,243
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] inf. praes. bei Hom. (wie von [[φόρημι]]) φορῆναι u. [[φορήμεναι]], Il. 2, 107. 7, 149. 15, 310 Od. 17, 224, – Nebenform von [[φέρω]], mit verstärkter Bdtg, die Fortsetzung u. Dauer der Handlung bezeichnend, obwohl der Unterschied, bes. bei den Dichtern, nicht immer hervortritt, vgl. Lob. Phryn. p. 585, –[[tragen]], [[bringen]], in den verschiedenen Beziehungen von [[φέρω]]; [[σκῆπτρον]] ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι Il. 1, 238; οὓς Κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ [[νηῶν]] 8, 528; [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει 5, 499; [[ὕδωρ]] Od. 10, 358 u. öfter; ἵππους, οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα Il. 10, 323, wie ἵπποι, οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Π. 2, 770; τά τε [[νῆες]] ἐΰσσελμοι φορέουσιν Od. 2, 390; vom Harnisch, Il. 15, 530 u. öfter; vom Schilde, 13, 407 Od. 22, 105; – auch übertr. von dauernden Eigenschaften, an sich haben, ἀγλαΐας φορέειν, prunkenden Sinn hegen, 17, 245, wie Soph. μὴ νῦν ἓν [[ἦθος]] μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει, Ant. 701; [[λῆμα]] θούριον Ar. Equ. 574; – von Kleidern, Soph. El. 261 O. C. 1359; [[σκῆπτρον]] ὁὐφόρει ποτὲ [[αὐτός]] El. 412; φορεῖν [[ἐμβάδας]] Ar. Equ. 869; [[ἱμάτιον]] Plat. Theaet 197 b Phaed 87 c; – ἰσχυρὰς φορέειν τὰς κεφαλάς Her. 3, 12; ἀγγελίας φορέειν, gewöhnlich Botschaft bringen, als Bote dienen, un Nachrichten zu überbringen, 3, 34. 53. 122; – [[λευκανίηνδε]] φορεύμενος, d. i. essend, Ap. Rh. 2, 192. – Pass. hingerissen werden, πατρὸς κατ' εὐχὰς δυσπότμους φορούμενοι Aesch. Spt. 801, vgl. 344; φορούμενος πρὸς [[οὖδας]] Soph. El. 742; [[κόνις]] δ' ἄνω φορεῖτο 705; u. in Prosa, ἄμετρα γὰρ δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Plat. Epin. 976 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] inf. praes. bei Hom. (wie von [[φόρημι]]) φορῆναι u. [[φορήμεναι]], Il. 2, 107. 7, 149. 15, 310 Od. 17, 224, – Nebenform von [[φέρω]], mit verstärkter Bdtg, die Fortsetzung u. Dauer der Handlung bezeichnend, obwohl der Unterschied, bes. bei den Dichtern, nicht immer hervortritt, vgl. Lob. Phryn. p. 585, –[[tragen]], [[bringen]], in den verschiedenen Beziehungen von [[φέρω]]; [[σκῆπτρον]] ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι Il. 1, 238; οὓς Κῆρες φορέουσι μελαινάων ἐπὶ [[νηῶν]] 8, 528; [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει 5, 499; [[ὕδωρ]] Od. 10, 358 u. öfter; ἵππους, οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα Il. 10, 323, wie ἵπποι, οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Π. 2, 770; τά τε [[νῆες]] ἐΰσσελμοι φορέουσιν Od. 2, 390; vom Harnisch, Il. 15, 530 u. öfter; vom Schilde, 13, 407 Od. 22, 105; – auch übertr. von dauernden Eigenschaften, an sich haben, ἀγλαΐας φορέειν, prunkenden Sinn hegen, 17, 245, wie Soph. μὴ νῦν ἓν [[ἦθος]] μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει, Ant. 701; [[λῆμα]] θούριον Ar. Equ. 574; – von Kleidern, Soph. El. 261 O. C. 1359; [[σκῆπτρον]] ὁὐφόρει ποτὲ [[αὐτός]] El. 412; φορεῖν [[ἐμβάδας]] Ar. Equ. 869; [[ἱμάτιον]] Plat. Theaet 197 b Phaed 87 c; – ἰσχυρὰς φορέειν τὰς κεφαλάς Her. 3, 12; ἀγγελίας φορέειν, gewöhnlich Botschaft bringen, als Bote dienen, un Nachrichten zu überbringen, 3, 34. 53. 122; – [[λευκανίηνδε]] φορεύμενος, d. i. essend, Ap. Rh. 2, 192. – Pass. hingerissen werden, πατρὸς κατ' εὐχὰς δυσπότμους φορούμενοι Aesch. Spt. 801, vgl. 344; φορούμενος πρὸς [[οὖδας]] Soph. El. 742; [[κόνις]] δ' ἄνω φορεῖτο 705; u. in Prosa, ἄμετρα γὰρ δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Plat. Epin. 976 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐφόρουν, <i>f.</i> φορήσω, <i>ao.</i> ἐφόρησα, <i>pf.</i> πεφόρηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφορήθην, <i>pf.</i> πεφόρημαι;<br /><b>1</b> porter çà et là ; <i>particul.</i> porter des nouvelles çà et là, colporter des nouvelles;<br /><b>2</b> porter d'habitude ; <i>particul.</i> porter d'habitude sur soi (un vêtement, une parure, des armes, <i>etc.</i>) : κεφαλὰς ἰσχυράς HDT avoir des crânes durs et fermes ; ἓν [[ἦθος]] μόνον SOPH se tenir obstinément à une seule volonté ; ἀγλαΐας OD montrer des sentiments d'orgueil;<br /><b>3</b> supporter (du vin pur);<br /><b>4</b> emporter, entraîner;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[φορέομαι]], [[φοροῦμαι]] porter pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορέω''': Ἐπικ. ὑποτ. γϳ ἑνικ., φορέῃσι Ὀδ. Ε. 328., Ι. 10· Ἐπικ. ἀπαρ., φορῆναι (ὡς ἐξ ὁριστ. φόρημι) Ἰλ. Β. 107., Η. 149, Ὀδ. Ρ. 224· καὶ [[φορήμεναι]] Ἰλ. Ο. 310 ― παρατατ. ἐφόρεον (ἢ ἐφόρευν) Ὀδ. Χ. 456. 3, ἑνικ. ἐφόρει Ἰλ. Δ. 137· Ἰων. φορέεσκον Β. 770., Ν. 372· ― μέλλ. φορήσω Σχόλ. 3 Bgk., (πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 632), Ξεν. Πόροι 4. 32· μεταγεν. φορέσω Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚϳ, 23), Χρησμ. Σιβ. 8. 294· ― ἀόρ. ἐφόρησα Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 213, Ἐπικ. φόρησα Ἰλ. Τ. 11, (δια-, ἐκ-) Ἰσαῖος· μεταγεν. ἐφόρεσα, Ἀριστείδ., Ἑβδ., διάφορ. γραφ. παρ’ Ἰσαίῳ 47. 10 ― πρκμ. πεφόρηκα Ἑρμ. Ποιμὴν σ. 97. ― Μέσ., μέλλ. φορήσομαι Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλούτ. 2. 398D ― ἀόρ. ἐφορησάμην (ἐξ-) Ἰσαῖος 60. 16, κλπ.· ― Παθητ., ἀόρ. ἐφορήθην, ἴδε [[ἐμφορέω]]· ― πρκμ. πεφόρημαι Πλάτ. Τίμ. 52Α· ὑπερσ. πεφόρητο Ὀρφ. Ἀργον. 819· Θαμιστ. τοῦ [[φέρω]], σημαῖνον ἐνέργειαν ἐπαναλαμβανομένην ἢ συνήθη ([[ὥστε]] τὸ [[φέρω]] δύναται νὰ τεθῇ ἀντὶ τοῦ [[φορέω]], ἀλλ' οὐχὶ τὸ [[φορέω]] ἀντὶ τοῦ [[φέρω]], Λοβέκ. εἰς Φρύν. 585), ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα Ἰλ. Β. 770, πρβλ. Κ. 323 τά τε [[νῆες]] φορέουσιν Ὀδ. Β. 390· ἐπὶ δούλης, [[ὕδωρ]] ἐφόρει Κ. 358, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 457· [[μέθυ]] [[οἰνοχόος]] φ. Ὀδ. Ι. 10· θαλλὸν ἐρίφοισι φ. Ρ. 224· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[μεταφέρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε. παραφέρω, [[παρασύρω]], ἄχνας [[ἄνεμος]] φορέει Ἰλ. Ε. 499, πρβλ. Φ. 337, Ὀδ. Ε. 328· κύμαθ’ ἁλός... φορέουσι θύελλαι Μ. 68· [[τόφρα]] δέ μ’ αἰεὶ [[κῦμα]] φ. Ζ. 171· [[οὕτως]], ἀγγελίας [[φορέω]], [[φέρω]] ἀγγελίας συνήθως, ὑπηρετῶ ὡς [[ἀγγελιαφόρος]], ἔχω τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀγγελιαφόρου, Ἡρόδ. 3. 34 (ἀγγελίην [[φέρω]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] [[φέρω]] ἀγγελίας, δίδω εἴδησιν ([[ἅπαξ]]), [[αὐτόθι]] 53)· φ. θρεπτήρια, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος φέροντος [[πάντοτε]] τὴν τροφήν του ἐντὸς πήρας ὥς τις [[ἐπαίτης]], Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1262. 2) συνηθέστατα ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁπλισμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, [[φέρω]] συνήθως, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, ὡς τὸ Λατ. gesto, ([[σκῆπτρον]]) ἐν παλάμης φ. δικασπόλοι Ἰλ. Α. 238· μίτρης δ', ἣν ἐφόρει Ξ. 137· θώρηξ [[χάλκεος]], ὃν φορέεσκε Ν. 372· πρβλ. Ὀδ. Ο. 127, Ἡρόδ. 1. 71, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐσθήματα φοροῦντ’ ἐκείνῳ ταὐτὰ Σοφ. Ἠλ. 269· στολὰς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1357· [[ἐμβάδας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 872· [[ἱμάτιον]] ὁ αυτ. ἐν Πλαν. 991, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· [[δακτύλιον]] Ἀριστοφ. Πλ. 883· ἀκολούθως, 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων ψυχῆς καὶ σώματος, ἔχω, ἀγλαΐας φορέειν, εἶμαι πομπώδης ἢ [[λαμπρός]], Ὀδ. Ρ. 246· φ. [[ὄνομα]] Σοφ. Ἀποσπ. 573· [[ἦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 705· ἕνα γομφίον μόνον φ. Ἀριστοφ. Πλ. 1059· [[λῆμα]] θούριον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 757· γλῶτταν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διὶ Κακουμένῳ» 4· [[μάλιστα]] συναπτομένου καὶ προσδιορισμοῦ ἢ κατηγορουμένου, σκέλεα φ. γεράνου Ἡρόδ. 2. 76· ἰσχυρὰς φορ. τὰς κεφαλὰς ὁ αὐτ. 3. 12, πρβλ. 101· ποδώκη τὸν τρόπον... φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258· [[γένειον]] διηλιφὲς φ. Σοφ. Ἀποσπ. 148· ὑπόπτερον [[δέμας]] φ. Εὐρ. Ἑλ. 618· θούριον [[λῆμα]] φορ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· [[ῥύγχος]] φορῶν ὕειον ᾐσθόμην [[τότε]] Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 1· καλάμινα σκέλη φ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ἵνα θεωρῶσ’ οἱ παρόντες τὸ [[στόμα]] ὡς κομψὸν φορεῖ Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 21· [[ὡσαύτως]], 4) [[ὑπομένω]], [[ὑποφέρω]], Πλούτ. 2. 692C, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 297. ΙΙ. Παθ., φέρομαι ἢ μεταφέρομαι βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐν ῥοθίοις Αἰσχύλ. Θήβ. 362· φορούμενος πρὸς [[οὖδας]] Σοφ. Ἠλ. 752· [[κόνις]] δ’ ἄνω φορεῖτ’ [[αὐτόθι]] 715· ἄνω τε καὶ [[κάτω]] φ. Εὐρ. Ἱκ. 689· πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 29· πεφ ρημένον ἀεί, [[πάντοτε]] ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 52Α· ― [[ἐντεῦθεν]], παρασύρομαι ὑπὸ τῆς θυέλλης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 144· ποσσὶ φ. Θεόκρ. 1. 83, πρβλ. Βίωνα 1. 23· ― μεταφορ., φορήσεται ἐν φήμαις Πλούτ. 2. 398D, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 976Α. 2) μεταφέρομαι, λαμβάνομαι, ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντες, ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, [[ὅπως]] μὴ διαχεόμενον, [[ὥσπερ]] ἡ γῆ, φοροῖτο, «διὰ νὰ μὴ σκορπίζηται καθῶς τὸ ἁπλοῦν [[χῶμα]] καὶ τραβᾶται [[ἔσωθεν]] πρὸς τὴν πόλιν» (Δούκας), Θουκ. 2. 7β. ΙΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] συνήθως, Εὐρ. Ἑλ. 309· λευκανίηνδε φορεύμενος, θέτων τροφὴν εἰς τὸ [[στόμα]] του, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 192· πρβλ. ἐμφέρομαι, προσφέρομαι. | |lstext='''φορέω''': Ἐπικ. ὑποτ. γϳ ἑνικ., φορέῃσι Ὀδ. Ε. 328., Ι. 10· Ἐπικ. ἀπαρ., φορῆναι (ὡς ἐξ ὁριστ. φόρημι) Ἰλ. Β. 107., Η. 149, Ὀδ. Ρ. 224· καὶ [[φορήμεναι]] Ἰλ. Ο. 310 ― παρατατ. ἐφόρεον (ἢ ἐφόρευν) Ὀδ. Χ. 456. 3, ἑνικ. ἐφόρει Ἰλ. Δ. 137· Ἰων. φορέεσκον Β. 770., Ν. 372· ― μέλλ. φορήσω Σχόλ. 3 Bgk., (πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 632), Ξεν. Πόροι 4. 32· μεταγεν. φορέσω Ἑβδ. (Παροιμ. ΙϚϳ, 23), Χρησμ. Σιβ. 8. 294· ― ἀόρ. ἐφόρησα Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 213, Ἐπικ. φόρησα Ἰλ. Τ. 11, (δια-, ἐκ-) Ἰσαῖος· μεταγεν. ἐφόρεσα, Ἀριστείδ., Ἑβδ., διάφορ. γραφ. παρ’ Ἰσαίῳ 47. 10 ― πρκμ. πεφόρηκα Ἑρμ. Ποιμὴν σ. 97. ― Μέσ., μέλλ. φορήσομαι Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλούτ. 2. 398D ― ἀόρ. ἐφορησάμην (ἐξ-) Ἰσαῖος 60. 16, κλπ.· ― Παθητ., ἀόρ. ἐφορήθην, ἴδε [[ἐμφορέω]]· ― πρκμ. πεφόρημαι Πλάτ. Τίμ. 52Α· ὑπερσ. πεφόρητο Ὀρφ. Ἀργον. 819· Θαμιστ. τοῦ [[φέρω]], σημαῖνον ἐνέργειαν ἐπαναλαμβανομένην ἢ συνήθη ([[ὥστε]] τὸ [[φέρω]] δύναται νὰ τεθῇ ἀντὶ τοῦ [[φορέω]], ἀλλ' οὐχὶ τὸ [[φορέω]] ἀντὶ τοῦ [[φέρω]], Λοβέκ. εἰς Φρύν. 585), ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα Ἰλ. Β. 770, πρβλ. Κ. 323 τά τε [[νῆες]] φορέουσιν Ὀδ. Β. 390· ἐπὶ δούλης, [[ὕδωρ]] ἐφόρει Κ. 358, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 457· [[μέθυ]] [[οἰνοχόος]] φ. Ὀδ. Ι. 10· θαλλὸν ἐρίφοισι φ. Ρ. 224· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[μεταφέρω]] [[τῇδε]] κἀκεῖσε. παραφέρω, [[παρασύρω]], ἄχνας [[ἄνεμος]] φορέει Ἰλ. Ε. 499, πρβλ. Φ. 337, Ὀδ. Ε. 328· κύμαθ’ ἁλός... φορέουσι θύελλαι Μ. 68· [[τόφρα]] δέ μ’ αἰεὶ [[κῦμα]] φ. Ζ. 171· [[οὕτως]], ἀγγελίας [[φορέω]], [[φέρω]] ἀγγελίας συνήθως, ὑπηρετῶ ὡς [[ἀγγελιαφόρος]], ἔχω τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀγγελιαφόρου, Ἡρόδ. 3. 34 (ἀγγελίην [[φέρω]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] [[φέρω]] ἀγγελίας, δίδω εἴδησιν ([[ἅπαξ]]), [[αὐτόθι]] 53)· φ. θρεπτήρια, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος φέροντος [[πάντοτε]] τὴν τροφήν του ἐντὸς πήρας ὥς τις [[ἐπαίτης]], Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1262. 2) συνηθέστατα ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὁπλισμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, [[φέρω]] συνήθως, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, ὡς τὸ Λατ. gesto, ([[σκῆπτρον]]) ἐν παλάμης φ. δικασπόλοι Ἰλ. Α. 238· μίτρης δ', ἣν ἐφόρει Ξ. 137· θώρηξ [[χάλκεος]], ὃν φορέεσκε Ν. 372· πρβλ. Ὀδ. Ο. 127, Ἡρόδ. 1. 71, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐσθήματα φοροῦντ’ ἐκείνῳ ταὐτὰ Σοφ. Ἠλ. 269· στολὰς ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1357· [[ἐμβάδας]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 872· [[ἱμάτιον]] ὁ αυτ. ἐν Πλαν. 991, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· [[δακτύλιον]] Ἀριστοφ. Πλ. 883· ἀκολούθως, 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων ψυχῆς καὶ σώματος, ἔχω, ἀγλαΐας φορέειν, εἶμαι πομπώδης ἢ [[λαμπρός]], Ὀδ. Ρ. 246· φ. [[ὄνομα]] Σοφ. Ἀποσπ. 573· [[ἦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 705· ἕνα γομφίον μόνον φ. Ἀριστοφ. Πλ. 1059· [[λῆμα]] θούριον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 757· γλῶτταν Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διὶ Κακουμένῳ» 4· [[μάλιστα]] συναπτομένου καὶ προσδιορισμοῦ ἢ κατηγορουμένου, σκέλεα φ. γεράνου Ἡρόδ. 2. 76· ἰσχυρὰς φορ. τὰς κεφαλὰς ὁ αὐτ. 3. 12, πρβλ. 101· ποδώκη τὸν τρόπον... φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258· [[γένειον]] διηλιφὲς φ. Σοφ. Ἀποσπ. 148· ὑπόπτερον [[δέμας]] φ. Εὐρ. Ἑλ. 618· θούριον [[λῆμα]] φορ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 757· [[ῥύγχος]] φορῶν ὕειον ᾐσθόμην [[τότε]] Ἀναξίλας ἐν «Καλυψοῖ» 1· καλάμινα σκέλη φ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13· ἵνα θεωρῶσ’ οἱ παρόντες τὸ [[στόμα]] ὡς κομψὸν φορεῖ Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 21· [[ὡσαύτως]], 4) [[ὑπομένω]], [[ὑποφέρω]], Πλούτ. 2. 692C, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 297. ΙΙ. Παθ., φέρομαι ἢ μεταφέρομαι βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐν ῥοθίοις Αἰσχύλ. Θήβ. 362· φορούμενος πρὸς [[οὖδας]] Σοφ. Ἠλ. 752· [[κόνις]] δ’ ἄνω φορεῖτ’ [[αὐτόθι]] 715· ἄνω τε καὶ [[κάτω]] φ. Εὐρ. Ἱκ. 689· πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 29· πεφ ρημένον ἀεί, [[πάντοτε]] ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 52Α· ― [[ἐντεῦθεν]], παρασύρομαι ὑπὸ τῆς θυέλλης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 144· ποσσὶ φ. Θεόκρ. 1. 83, πρβλ. Βίωνα 1. 23· ― μεταφορ., φορήσεται ἐν φήμαις Πλούτ. 2. 398D, πρβλ. Πλάτ. Ἐπινομ. 976Α. 2) μεταφέρομαι, λαμβάνομαι, ἐν ταρσοῖς καλάμου πηλὸν ἐνείλλοντες, ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, [[ὅπως]] μὴ διαχεόμενον, [[ὥσπερ]] ἡ γῆ, φοροῖτο, «διὰ νὰ μὴ σκορπίζηται καθῶς τὸ ἁπλοῦν [[χῶμα]] καὶ τραβᾶται [[ἔσωθεν]] πρὸς τὴν πόλιν» (Δούκας), Θουκ. 2. 7β. ΙΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] συνήθως, Εὐρ. Ἑλ. 309· λευκανίηνδε φορεύμενος, θέτων τροφὴν εἰς τὸ [[στόμα]] του, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 192· πρβλ. ἐμφέρομαι, προσφέρομαι. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |