Anonymous

ἀγήραος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0013.png Seite 13]] in den Homer. Scholl. als Variante Odyss. 5, 136 ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Iliad 2, 447 ἀγήραον ἀθανάτην τε; an beiden Stellen las Aristarch ἀγήρων, s. Didym. in den Scholl. Vgl. unten [[ἀγήρως]]. – Hesiod. Theog. 955 [[ἀπήμαντος]] καὶ [[ἀγήραος]]; [[κῦδος]] Pind. P. 2, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0013.png Seite 13]] in den Homer. Scholl. als Variante Odyss. 5, 136 ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Iliad 2, 447 ἀγήραον ἀθανάτην τε; an beiden Stellen las Aristarch ἀγήρων, s. Didym. in den Scholl. Vgl. unten [[ἀγήρως]]. – Hesiod. Theog. 955 [[ἀπήμαντος]] καὶ [[ἀγήραος]]; [[κῦδος]] Pind. P. 2, 52.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>par contr.</i> [[ἀγήρως]], ως;<br /><b>1</b> qui ne vieillit pas, toujours jeune;<br /><b>2</b> qui ne peut vieillir, impérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γῆρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγήραος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. [[ἀγήρως]], ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν μετὰ τοῦ [[ἀθάνατος]], [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀγήραος]] ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· [[οὕτως]] Ἡσ. Θ. 949· [[ὡσαύτως]], [[ἀπήμαντος]] καὶ ἀγ., αὐτ. 955· [[οὕτως]], [[ἀγήρως]] χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. [[κῦδος]], Πίνδ. Π, 2. 96· [[χάριν]] τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον [[πάθος]], Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.
|lstext='''ἀγήραος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. [[ἀγήρως]], ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν μετὰ τοῦ [[ἀθάνατος]], [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀγήραος]] ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· [[οὕτως]] Ἡσ. Θ. 949· [[ὡσαύτως]], [[ἀπήμαντος]] καὶ ἀγ., αὐτ. 955· [[οὕτως]], [[ἀγήρως]] χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. [[κῦδος]], Πίνδ. Π, 2. 96· [[χάριν]] τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον [[πάθος]], Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>par contr.</i> [[ἀγήρως]], ως;<br /><b>1</b> qui ne vieillit pas, toujours jeune;<br /><b>2</b> qui ne peut vieillir, impérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[γῆρας]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth