Anonymous

ψαύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσθην, [[berühren]], antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν [[χρεών]] El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῦον κόρυθες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν [[πρῶτος]] [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι [[τρυφάλεια]]; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, [[κεῖνος]] ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. θεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von [[ψαύω]] = [[λοιδορέω]] abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Übertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσθην, [[berühren]], antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν [[χρεών]] El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῦον κόρυθες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν [[πρῶτος]] [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι [[τρυφάλεια]]; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, [[κεῖνος]] ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. θεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von [[ψαύω]] = [[λοιδορέω]] abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Übertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐψαύσθην, <i>pf.</i> ἔψαυσμαι;<br /><b>I.</b> tâter, palper : [[τοῦ]] στόματος XÉN la bouche <i>en parl. de la langue</i>;<br /><b>II.</b> toucher :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> [[τῇ]] κεφάλῃ [[τοῦ]] οὐρανοῦ HDT toucher le ciel de la tête ; ψαῦον κόρυθες φάλοισι νευόντων IL les casques touchaient de leurs panaches les panaches qui s'inclinaient ; χώρας [[ποδί]] ESCHL toucher du pied le sol d'un pays ; <i>abs.</i> prendre la main pour conduire qqn;<br /><b>2</b> <i>avec idée d'hostilité</i> toucher, mettre la main sur, gén. ; en venir aux mains avec, gén.;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> toucher, atteindre : καρδίας EUR toucher le cœur, <i>càd</i> blesser, affliger ; μερίμνας SOPH toucher un souci, un chagrin, <i>càd</i> le réveiller, avec un <i>acc. de pers.</i> : θεὸν [[ἐν]] κερτομίοις γλώσσαις SOPH atteindre un dieu par des propos injurieux ; atteindre à, parvenir à : τῆς ἀληθείας PLUT à la vérité.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυ, frotter ; cf. R. Ψα, v. [[ψάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· συχν. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528.
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· συχν. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐψαύσθην, <i>pf.</i> ἔψαυσμαι;<br /><b>I.</b> tâter, palper : [[τοῦ]] στόματος XÉN la bouche <i>en parl. de la langue</i>;<br /><b>II.</b> toucher :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> [[τῇ]] κεφάλῃ [[τοῦ]] οὐρανοῦ HDT toucher le ciel de la tête ; ψαῦον κόρυθες φάλοισι νευόντων IL les casques touchaient de leurs panaches les panaches qui s'inclinaient ; χώρας [[ποδί]] ESCHL toucher du pied le sol d'un pays ; <i>abs.</i> prendre la main pour conduire qqn;<br /><b>2</b> <i>avec idée d'hostilité</i> toucher, mettre la main sur, gén. ; en venir aux mains avec, gén.;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> toucher, atteindre : καρδίας EUR toucher le cœur, <i>càd</i> blesser, affliger ; μερίμνας SOPH toucher un souci, un chagrin, <i>càd</i> le réveiller, avec un <i>acc. de pers.</i> : θεὸν [[ἐν]] κερτομίοις γλώσσαις SOPH atteindre un dieu par des propos injurieux ; atteindre à, parvenir à : τῆς ἀληθείας PLUT à la vérité.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυ, frotter ; cf. R. Ψα, v. [[ψάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth