Anonymous

ἀέκων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] poet. u. ion. für das att. [[ἄκων]], πόλλ' [[ἀέκων]] Il. 11, 557; ἀέκοντος [[ἐμεῖο]], wider meinen Willen, 1, 301; Pind. ἀέκονθ' έκών Ol. 11, 30, οὐκ [[ἀέκων]] N. 4, 21; auch Aesch. Suppl. 39; Ap. Rh. u. a. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0041.png Seite 41]] poet. u. ion. für das att. [[ἄκων]], πόλλ' [[ἀέκων]] Il. 11, 557; ἀέκοντος [[ἐμεῖο]], wider meinen Willen, 1, 301; Pind. ἀέκονθ' έκών Ol. 11, 30, οὐκ [[ἀέκων]] N. 4, 21; auch Aesch. Suppl. 39; Ap. Rh. u. a. D.
}}
{{bailly
|btext=ουσα, ον :<br />v. [[ἄκων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀέκων''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἄκων]], [ᾱ], ουσα, ον· ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν ἀναπαιστικοῖς μέτρ. παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκ. 40. ([[ἑκών]], ἴδ. ἐν λ. [[ἕκηλος]])· ὁ παρὰ τὴν θέλησίν του ποιῶν τι, ἠναγκασμένος, βεβιασμένος, ἐπὶ προσ.: ἀέκοντος ἐμεῖο, Ἰλ. Α. 310· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, Δ. 43. ἐπιτεταμένον: πόλλ’ [[ἀέκων]] (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Λ. 557: ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον μόνον ἐν τῇ φράσει: τὼ δ’ οὐκ ἄκοντε πετέσθην ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ [[μέτρον]] ἐπιτρέπει καὶ ἀέκοντε) Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Γ. 484· ἄλλως πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. εἰς Ὅμ. Δήμ. 413. Ἡρόδ. 2, 131, καὶ ἀλλ.· ― ἀκολούθως [[εἶναι]] κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι· (πρβλ. [[ἀεκούσιος]]), ἄκοντος [[Διός]], invito Jove, Αἰσχύλ. Πρ. 771· [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται: ἄκοντά σ’ [[ἄκων]] προσπασσαλεύσω, [[αὐτόθι]] 19, πρβλ. 671· [[οὕτως]]: [[ἄκων]] ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους, Σοφ. Ἀποσπ. 688, πρβλ. Ἀντ. 276, μηδένα μήτ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 2· ([[σκῶμμα]] ἡρωϊκ.). ― Ἐπίρρ. [[ἀκόντως]], παρὰ τὴν θέλησιν, ἀκουσίως· ὁμολογεῖν, Πλάτ. Πρωτ. 333Β, πρβλ. Ἱππ. Ἐλ. 374D, οὐκ ἄκ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ σπανίως, ὡς τὸ [[ἀκούσιος]], ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, παρὰ τὴν θέλησιν, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκ., Σοφ. Ο. Τ. 1230· ἔργων ἀκ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 240· πρβλ. 977.
|lstext='''ἀέκων''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἄκων]], [ᾱ], ουσα, ον· ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν ἀναπαιστικοῖς μέτρ. παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκ. 40. ([[ἑκών]], ἴδ. ἐν λ. [[ἕκηλος]])· ὁ παρὰ τὴν θέλησίν του ποιῶν τι, ἠναγκασμένος, βεβιασμένος, ἐπὶ προσ.: ἀέκοντος ἐμεῖο, Ἰλ. Α. 310· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, Δ. 43. ἐπιτεταμένον: πόλλ’ [[ἀέκων]] (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Λ. 557: ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον μόνον ἐν τῇ φράσει: τὼ δ’ οὐκ ἄκοντε πετέσθην ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὸ [[μέτρον]] ἐπιτρέπει καὶ ἀέκοντε) Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Γ. 484· ἄλλως πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. εἰς Ὅμ. Δήμ. 413. Ἡρόδ. 2, 131, καὶ ἀλλ.· ― ἀκολούθως [[εἶναι]] κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι· (πρβλ. [[ἀεκούσιος]]), ἄκοντος [[Διός]], invito Jove, Αἰσχύλ. Πρ. 771· [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται: ἄκοντά σ’ [[ἄκων]] προσπασσαλεύσω, [[αὐτόθι]] 19, πρβλ. 671· [[οὕτως]]: [[ἄκων]] ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους, Σοφ. Ἀποσπ. 688, πρβλ. Ἀντ. 276, μηδένα μήτ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 2· ([[σκῶμμα]] ἡρωϊκ.). ― Ἐπίρρ. [[ἀκόντως]], παρὰ τὴν θέλησιν, ἀκουσίως· ὁμολογεῖν, Πλάτ. Πρωτ. 333Β, πρβλ. Ἱππ. Ἐλ. 374D, οὐκ ἄκ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ σπανίως, ὡς τὸ [[ἀκούσιος]], ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, παρὰ τὴν θέλησιν, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκ., Σοφ. Ο. Τ. 1230· ἔργων ἀκ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 240· πρβλ. 977.
}}
{{bailly
|btext=ουσα, ον :<br />v. [[ἄκων]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth