3,271,412
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1393.png Seite 1393]] 1) lallen, stammeln, stottern, mit der Zunge anstoßen, lispeln, καὶ τραυλίζειν Arist. H. A. 4, 9; τὴν φωνήν Heliod. 8, 15; auch im med., Plat. Gorg. 485 c; vgl. Arist. partt. an. 2, 17; auch übtr. = dunkel sprechen, vom Empedokles metaph. 1, 4. 10. – 2) übtr., ψελλίζειν τὴν βάσιν, stolpern, straucheln, mit dem Fuß anstoßen, Heliod. 9, 11. – Allgemein, Arist. gen. anim. 1, 10 ἔνια γὰρ ψελλίζεται πρὸς ἄλληλα τῶν ὄντων καὶ ἐπαμφοτερίζει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mal prononcer.<br />'''Étymologie:''' [[ψελλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) μετὰ δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730. | |lstext='''ψελλίζω''': μέλλ. -ίσω (ψελλὸς) μετὰ δυσχερείας ἀρθρώνω τὰς λέξεις, ὁμιλῶ ὡς [[παιδίον]], ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17· ἡ ψελλίζουσα [[γλῶσσα]], ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους, Λιβάν. 4. σ. 319· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 485B, C· ψελλίζονται καὶ τραυλίζονται, τοῦτο δ’ ἐστὶν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ψελλιζόμενος τὴν Ἑλλάδα φωνὴν Ἡλιόδ. 8. 15· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους καὶ τῶν ἀρχαιοτάτων φιλοσόφων, ὁμιλῶ ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, ἂ ψελλίζεται Ἐμπεδοκλὴς λέγων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ, 1. 4, 3· ψελλιζομένη ἔοικεν ἡ πρώτη [[φιλοσοφία]] περὶ πάντων [[αὐτόθι]] 1. 10, 2, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, 15. 2) μεταφορ., καὶ [[ἐῴκει]] ψελλιζομένῳ ἐς τὰ πολεμικὰ, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως ὃν ἀνέτρεφεν ὁ Χείρων ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὰ πολεμικὰ, Φιλόστρ. 730. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |