3,277,180
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[competir]], [[luchar]] πρὸς [[ἀλλήλους]] Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte</i>, <i>IBeroeae</i> 69.10 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>intr. [[estar preocupado, angustiado]] ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.<i>Ly</i>.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.<i>Prt</i>.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante</i> Arist.<i>Pr</i>.869<sup>b</sup>8, μὴ [[ἀγωνία]] no sufras</i>, <i>A.Al</i>.11B.1.14, cf. Men.<i>Her</i>.2, <i>PPetr</i>.2.11.1.8 (III a.C.), <i>SB</i> 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως <i>Eu.Petr</i>.1.45, οὐ μετρίως ἀ. <i>PGiss</i>.17.5, 12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor</i> Arist.<i>Rh</i>.1367<sup>a</sup>16, [[Βροῦτος]] ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.<i>Caes</i>.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν <i>IKyme</i> 13.84 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[temer]] c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον [[LXX]] <i>Da</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, [[εἰπεῖν]] Origenes <i>Dial</i>.15.7<br /><b class="num">•</b>c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos</i> Plb.3.9.2<br /><b class="num">•</b>c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.20. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[competir]], [[luchar]] πρὸς [[ἀλλήλους]] Isoc.4.91, cf. D.21.61, ζεῦγος περὶ τῆς ψυχῆς ἀγωνιούμενον una pareja (de gladiadores) combatiendo a vida o muerte</i>, <i>IBeroeae</i> 69.10 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>intr. [[estar preocupado, angustiado]] ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον Pl.<i>Ly</i>.210e, τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Pl.<i>Prt</i>.333e, ὠχριῶσι τὰ πρόσωπα οἱ ἀγωνιῶντες a los que están angustiados les palidece el semblante</i> Arist.<i>Pr</i>.869<sup>b</sup>8, μὴ [[ἀγωνία]] no sufras</i>, <i>A.Al</i>.11B.1.14, cf. Men.<i>Her</i>.2, <i>PPetr</i>.2.11.1.8 (III a.C.), <i>SB</i> 13867.71 (II d.C.), ἀ. μεγάλως <i>Eu.Petr</i>.1.45, οὐ μετρίως ἀ. <i>PGiss</i>.17.5, 12 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. distintas prep. expr. el motivo de preocupación περὶ ὧν ἀγωνιῶσι μὴ φοβούμενοι por las cosas que se experimenta angustia, pero no temor</i> Arist.<i>Rh</i>.1367<sup>a</sup>16, [[Βροῦτος]] ... ἐφ' ᾧ λέγεται ... ἀγωνιᾶσαι Plu.<i>Caes</i>.46, ἠγωνίασεν ὁ δῆμος διὰ τὸ ἐκτενῶς διακεῖσθαι πρὸς αὐτήν <i>IKyme</i> 13.84 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[temer]] c. ac. τὰς πεζικὰς δυνάμεις Plb.1.20.6, ἀ. τὴν ἀθεσίαν τῶν Κελτῶν Plb.3.78.2, οὐ Λακεδαιμονίους οὐδὲ Ῥωμαίους ἀ. Plb.38.13.3, τὸν κύριον [[LXX]] <i>Da</i>.1.10<br /><b class="num">•</b>c. inf. λέγειν Plb.5.51.5, [[εἰπεῖν]] Origenes <i>Dial</i>.15.7<br /><b class="num">•</b>c. μή y subj. ἀγωνιῶν μὴ πιστευθῇ παρά τισιν temiendo que encuentre crédito entre algunos</i> Plb.3.9.2<br /><b class="num">•</b>c. εἰ y fut. ἀγωνιῶντες εἴ τι πείσεται τοιαύτη φύσις Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγωνιάσω, <i>ao.</i> ἠγωνίασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> lutter, rivaliser;<br /><b>2</b> s'agiter, s'inquiéter, craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγωνιάω''': ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι μετὰ προθυμίας, [[παλαίω]], προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν [[ἀγωνία]], τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ. | |lstext='''ἀγωνιάω''': ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι μετὰ προθυμίας, [[παλαίω]], προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν [[ἀγωνία]], τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |