Anonymous

ἀκόντισμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. [[κατάπλεως]], das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. [[κατάπλεως]], das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> portée du trait;<br /><b>2</b> javelot lancé <i>ou</i> fixé dans un corps;<br /><b>3</b> τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόντισμα''': -ατος, τό, ἡ [[ἀπόστασις]] ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον [[ἀκόντιον]], ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως [[μέχρι]] τῆς ὁποίας [[ἀκόντιον]] φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον [[πρᾶγμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
|lstext='''ἀκόντισμα''': -ατος, τό, ἡ [[ἀπόστασις]] ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον [[ἀκόντιον]], ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως [[μέχρι]] τῆς ὁποίας [[ἀκόντιον]] φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον [[πρᾶγμα]], [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> portée du trait;<br /><b>2</b> javelot lancé <i>ou</i> fixé dans un corps;<br /><b>3</b> τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml