ἀκόντισμα
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
-ατος, τό,
A distance thrown with javelin, ἐντὸς ἀκοντίσματος within dart's throw, X.HG4.4.16.
II dart, javelin, Str.4.6.7 (pl.), Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1.
III in plural, = the concrete ἀκοντισταί, Plu.Pyrrh. 21.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 tiro de jabalina ἐντὸς ἀκοντίσματος a tiro de jabalina X.HG 4.4.16, χρῆσθαι πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίσμασι Plb.10.30.7, ἀκοντίσμασί τε καὶ σφενδονήμασι D.C.Epit.8.2.11.
2 jabalina, dardo Str.4.6.7, Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1.
3 plu. ἀκοντίσματα cuerpo de tiradores de jabalina Plu.Pyrrh.21.
German (Pape)
[Seite 77] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. κατάπλεως, das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 portée du trait;
2 javelot lancé ou fixé dans un corps;
3 τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.
Étymologie: ἀκοντίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόντισμα: ατος τό
1 брошенное копье: πολλὰ ἀκοντίσματα ἀναδεξάμενος Plut. получив(ший) множество ран от копий;
2 дальность полета копья: ἐντὸς τοῦ ἀκοντίσματος Xen. (на) расстояние брошенного копья;
3 pl. копьеметатели (ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόντισμα: -ατος, τό, ἡ ἀπόστασις ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον ἀκόντιον, ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως μέχρι τῆς ὁποίας ἀκόντιον φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον πρᾶγμα, βέλος, ἀκόντιον, Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
Greek Monolingual
το (Α ἀκόντισμα) ἀκοντίζω
νεοελλ.
1. το ρίξιμο του ακοντίου
2. το ακόντιο ως αγώνισμα
αρχ.
1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο
2. το ίδιο το ακόντιο
3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα
οι ακοντιστές.
Greek Monotonic
ἀκόντισμα: -ατος, τό (ἀκοντίζω),
I. απόσταση που διατρέχει το ακόντιο, σε Ξεν.
II. αυτό που εξακοντίζεται, βέλος, ακόντιο, σε Πλούτ.
III. στον πληθ. = ἀκοντισταί, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀκοντίζω
I. a javelin's throw, Xen.
II. the thing thrown, a dart, javelin, Plut.
III. in plural = ἀκοντισταί, Plut.