Anonymous

ἀλογία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit [[ἀτοπία]] verbunden Epist. VII, 352 a; [[καίτοι]] πολλὴ [[ἀλογία]], es ist unvernünftig, nachher gesteigert, [[μᾶλλον]] δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit [[ἀτοπία]] verbunden Epist. VII, 352 a; [[καίτοι]] πολλὴ [[ἀλογία]], es ist unvernünftig, nachher gesteigert, [[μᾶλλον]] δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> perte de la parole, silence;<br /><b>II.</b> manque de raison, extravagance;<br /><b>III.</b> dédain, mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλογος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλογία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἔλλειψις]] προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος [[πρός]] τινα, [[ὀλιγωρία]], [[ἀδιαφορία]]: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ [[οὕτως]], ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. [[εἶναι]] κατὰ [[σχῆμα]] ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. [[ἔλλειψις]] λόγου, λογικοῦ δηλ., [[παράλογος]] [[διαγωγή]], ἀπερισκεψία, [[ἀβουλία]], κατ’ ἀντίθ. τῷ [[λόγος]], Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) [[σύγχυσις]], [[ἀταξία]], Πολύβ. 15. 14, 2: ― [[ἀφασία]], [[ἀφωνία]], [[σιωπή]], ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, [[ἀμφιβολία]], Παυσ. 7. 17, 6.
|lstext='''ἀλογία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἔλλειψις]] προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος [[πρός]] τινα, [[ὀλιγωρία]], [[ἀδιαφορία]]: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ [[οὕτως]], ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. [[εἶναι]] κατὰ [[σχῆμα]] ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ [[σημασία]] αὕτη [[εἶναι]] Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. [[ἔλλειψις]] λόγου, λογικοῦ δηλ., [[παράλογος]] [[διαγωγή]], ἀπερισκεψία, [[ἀβουλία]], κατ’ ἀντίθ. τῷ [[λόγος]], Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) [[σύγχυσις]], [[ἀταξία]], Πολύβ. 15. 14, 2: ― [[ἀφασία]], [[ἀφωνία]], [[σιωπή]], ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, [[ἀμφιβολία]], Παυσ. 7. 17, 6.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> perte de la parole, silence;<br /><b>II.</b> manque de raison, extravagance;<br /><b>III.</b> dédain, mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλογος]].
}}
}}
{{grml
{{grml