ἀλογία
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Ion. ἀλογίη, ἡ,
A want of respect or want of regard, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου took no heed of it, Hdt.4.150; ἐν ἀλογίῃ ἔχειν or ἐν ἀλογίῃ ποιεῖσθαί τι 6.75, 7.226:—in 2.141 ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν Αἰγυπτίων, gen. is anacoluthon (as if ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγυπτίων); ἀλογίης ἐγκυρῆσαι to be disregarded, 7.208 codd.:—this sense is Ion. and late Prose, ἐν ἀλογίᾳ ποιεῖσθαί τι Procop.Pers.1.2, al.
2 Att., want of reason, absurdity, opp. λόγος, Pl.Tht.207c, cf. 199d, Phd.67e, D.23.168; πολλὴ ἀλογία τῆς διανοίας Th.5.111; concrete, the irrational part of the soul, Porph.Abst.1.42.
3 confusion, disorder, Plb.15.14.2; τύχη ἐν ἀλογίᾳ κειμένη Plot.6.8.17:—speechlessness, amazement, Plb. 36.7.4.
4 indecision, doubt, Paus.7.17.6.
5 Rhythm., irrationality, relation of time-elements which cannot be expressed by a simple ratio, Aristox.Rhyth.2.20.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. alogia Aug.Epist.36.11
I 1menosprecio οὔτε γάρ τις ἐδίωκε ἀλογίης τε ἐκύρησε πολλῆς nadie lo persiguió ni le hizo demasiado caso Hdt.7.208
• ἐν ἀλογίῃ ἔχειν, ἐν ἀλογίῃ ποιεῖσθαί τι = no tener en cuenta, no hacer caso, despreciar Hdt.6.75, 7.226, cf. 2.141, τὴν πρὸς τὸν Εὐμένη γεγενημένην ἀλογίαν Plb.28.7.12, cf. 15, τὰς ἐντολὰς ἐν ἀλογίᾳ οὐδεμιᾷ ποιησάμενος Procop.Pers.1.2.9
•c. gen. ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου Hdt.4.150.
2 derroche, banquete desmesurado: quid est autem alogia, quod verbum ex Graeca lingua usurpatum est, nisi cum epulis indulgetur, ut a rationis tramite deuietur? Aug.Epist.36.11, conuiuium grece, Gloss.4.205
•banquete funerario, ad alogiam ueniatis hilares cum omnibus, CIL 6.26554.5, cf. 8.20334.4.
II 1de pers., comportamientos, situaciones sinrazón, insensatez c. gen. πολλήν τε ἀλογίαν τῆς διανοίας παρέχετε Th.5.111, πλήθους Plb.10.25.6
•abs. sinrazón, insensatez, absurdo πολλὴ ἀλογία (ἂν εἴη) Pl.Tht.199d, Phd.67e, Ly.206b, πολλὴ μωρία τε καὶ ἀ. Pl.Epin.983e, cf. Ep.352a, D.23.168, πολλῆς δ' ἀλογίας περί με γεγενημένης habiéndose producido en torno mío una situación absurda Isoc.15.165
•absurdo, engaño, error οὐ προαχθείη <ἄν> τις ἐς ἀλογίαν Paus.7.17.6
•la ilogicidad, el absurdo en la obra teatral, Arist.Po.1461b19, en una serie de fenómenos biológicos, Thphr.CP 1.13.4
•ilogicidad, azar τῶν πραγμάτων Plb.18.54.5, τύχη ἐν ἀ. κειμένη Plot.6.8.17, ἀ. τύχης Aristid.1.97
•desorden, desbarajuste ἡ τῶν ... ἐρριμμένων ὅπλων ... ἀλογία Plb.15.14.2, cf. 22.9.7, 12.
2 de la vida y circunstancias de la misma irracionalidad οὐ γὰρ ἤδη ἀλογίας καὶ κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμών ἔχει χρείαν, ἀλλὰ τοῦ ἀθορύβως ἡμάς ζῆν Epicur.Ep.[3] 87.1, ἀλογίαν θυμῷ κατέχοντα Epicur.Sent.Vat.[6] 62, τὴν τῆς λύπης ἀλογίαν lo irracional del dolor Chrysipp.Stoic.3.118, ἵν' οὗτος ἡνιοχῆται λόγῳ ... καὶ μὴ ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ ἀλογίας βλάπτηται Ph.1.111, cf. Thdt.M.83.749C, ἡδονῶν ἀ. Ath.Al.M.25.40A
•como algo opuesto a la doctrina cristiana προκηρύξῃ τὴν ἀ. ἐν ἀρχῇ τῆς ἑαυτοῦ βασιλείας Gr.Naz.M.35.537A
3 pérdida del habla por estupor, Plb.36.7.4, ἀλογίαν ἐπιτάττειν ordenar silencio Luc.Lex.15.
III explicación que no da cuenta, mala interpretación ἀποδέχῃ ... τὴν δὲ κατὰ συλλαβὰς (διέξοδον) ... ἀλογίαν para la definición de un objeto, Pl.Tht.207c, cf. Arist.GC 315b33, Diu.Som.462b21.
IV 1mús. irracionalidad relación de duración intermedia entre dos relaciones inmediatamente perceptibles (γνώριμοι τῇ αἰσθήσει) Aristox.Rhyth.2.292.
2 gram. irregularidad, anomalía, contrasentido (p.ej. el uso de εἴσω en vez de ἔνδον) A.D.Adu.196.3.
V falta de Logos o negación del Verbo divino περὶ τὸν εἰσάγοντα ἀ. Ath.Al.M.26.41C.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, 1) Unverstand, Unüberlegtheit, Plat. Phaed. 67 e u. öfter; mit ἀτοπία verbunden Epist. VII, 352 a; καίτοι πολλὴ ἀλογία, es ist unvernünftig, nachher gesteigert, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον Lys. 213 a; διανοίας Thuc. 5, 111. Dah. – 2) Unordnung, Pol. 5, 53. 15, 14. – 3) Rücksichtslosigkeit, Geringachtung, ἐν ἀλογίῃ ποιούμενος Her. 7, 226; ἐν ἀλογίῃσιν ἔχειν 2, 141; ἀλογίην ἔχειν τοῦ χρηστηρίου 4, 150; nicht beachten, ἀλογίης ἐγκυρεῖν, nicht beachtet werden, 7, 208. – 4) Sprachlosigkeit, Pol. 36, 5; Luc. Lexiph. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. perte de la parole, silence;
II. manque de raison, extravagance;
III. dédain, mépris.
Étymologie: ἄλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογία: ион. ἀλογίη ἡ
1 невнимание, пренебрежение (ἀλογίην ἔχειν τινός, ἐν ἀλογίᾳ ποιεῖσθαί τι, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν τινός Her.);
2 неразумие, безрассудство Plat., Plut.: πολλὴ ἀ. τῆς διανοίας Thuc. крайнее неблагоразумие;
3 беспорядок, смятение Polyb.;
4 безмолвие, молчание Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις προσοχῆς, σεβασμοῦ ἢ φροντίδος πρός τινα, ὀλιγωρία, ἀδιαφορία: ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, δὲν ἔδιδον οὐδεμίαν προσοχήν, nullam ejus rationem habebant, Ἡρόδ. 4. 150˙ οὕτως, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τι, 6. 75., 7. 226˙ ― ἐν 2. 141, ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν... Αἰγυπτίων, ἡ γεν. εἶναι κατὰ σχῆμα ἀνακόλουθον (ὡς εἰ ἔλεγεν, ἀλογέειν ἢ ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.)˙ ἀλογίης ἐγκυρεῖν, παραβλέπεσθαι, περιφρονεῖσθαι, 7. 208: ― ἡ σημασία αὕτη εἶναι Ἰων. 2) παρ’ Ἀττ. ἔλλειψις λόγου, λογικοῦ δηλ., παράλογος διαγωγή, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, κατ’ ἀντίθ. τῷ λόγος, Πλάτ. Θεαίτ. 207C, πρβλ. 199D, Φαίδων 67Ε, κτλ.˙ πολλὴ ἀλ. τῆς διανοίας, Θουκ. 5. 111. 3) σύγχυσις, ἀταξία, Πολύβ. 15. 14, 2: ― ἀφασία, ἀφωνία, σιωπή, ἐκθάμβωσις, ὁ αὐτ. 36. 5, 4. 4) τὸ ἀναποφάσιστον, ἀμφιβολία, Παυσ. 7. 17, 6.
Greek Monolingual
η άλογο
δέρμα αλόγου
2. φορτίο αλόγου
3. αλογήσια μυρουδιά.
η (Α ἀλογία) ἄλογο
έλλειψη λογικής, παραλογισμός
αρχ.
1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία
2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία
3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα
4. σιωπή, βουβαμάρα
5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῦμαι τι», δεν δίνω καμιά σημασία, αδιαφορώ.
Greek Monotonic
ἀλογία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. έλλειψη σεβασμού ή προσοχής, ολιγωρία, αδιαφορία, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου, το αψήφησε, σε Ηρόδ.· ομοίως, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν ή ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.
2. στην Αττ., έλλειψη λογικής, παράλογη διαφυγή, απερισκεψία, αβουλία, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἄλογος
1. want of respect or regard, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου took no heed of it, Hdt.; so, ἐν ἀλογίῃ ἔχειν or ποιεῖσθαί τι Hdt.
2. in Attic want of reason, unreasonable conduct, absurdity, Thuc., Plat.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
absurditas, absurdity, 5.111.2.
Translations
absurdity
Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: Absurdität; Greek: παραλογισμός, γελοιότητα; Ancient Greek: ἀλλοκοτία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπέμφασις, ἀποκλήρωσις, ἀτόπημα, ἀτοπία, γελοιότης, παραλήρημα; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: assurdità; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: absurdo, absurdidade; Romanian: absurd, absurditate; Russian: абсурд; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: absurdo, absurdidad; Yiddish: אַבסורד
speechlessness
Afrikaans: spraakloosheid; Esperanto: senparoleco, muteco; German: Sprachlosigkeit, Stummheit; Ancient Greek: ἀλογία, ἀλογίη, ἀμφασίη, ἀναυδία, ἀναυδίη, ἀφασία, ἀφθογγία, ἀφωνία, ἀφωνίη
contempt
Arabic: اِحْتِقَار, اِزْدِرَاء; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: בוז; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്ഛം; Old English: forsewennes; Persian: تحقیر; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: פֿאַראַכטונג
confusion
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ