Anonymous

ἀλογέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] keine Rücksicht auf etwas nehmen, sich nicht um etwas kümmern, Hom. zweimal, Iliad. 15, 162. 178 εἰ δέ μοι (οἱ) οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται (-σεαι) ἀλλ' ἀλογήσει (-σεις); Her. 8, 116; mit gen. 3, 125. 8, 46; aor. pass. = vernachlässigt sein Cic. Attic. 12, 3; Pass. sich irren, täuschen, Pol. 8, 2 u. Sp.; von Sinnen sein, Luc. Ocyp. 1 43. Bei den Gramm. auch = gegen den Sprachgebrauch sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] keine Rücksicht auf etwas nehmen, sich nicht um etwas kümmern, Hom. zweimal, Iliad. 15, 162. 178 εἰ δέ μοι (οἱ) οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται (-σεαι) ἀλλ' ἀλογήσει (-σεις); Her. 8, 116; mit gen. 3, 125. 8, 46; aor. pass. = vernachlässigt sein Cic. Attic. 12, 3; Pass. sich irren, täuschen, Pol. 8, 2 u. Sp.; von Sinnen sein, Luc. Ocyp. 1 43. Bei den Gramm. auch = gegen den Sprachgebrauch sein.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀλογήσω, <i>ao.</i> ἠλόγησα, <i>pf.</i> ἠλόγηκα;<br />ne tenir aucun compte de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄλογος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλογέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἄλογος]], δηλ. δὲν ὁμιλῶ, δὲν δίδω προσοχὴν εἴς τι [[πρᾶγμα]], καταφρονῶ, περιφρονῶ, Λατ. rationem non habere, μετὰ δοτικ. εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ’ ἐπιπείσεται, ἀλλ’ ἀλογήσει, Ἰλ. Ο. 162˙ μετὰ γεν., δὲν [[λαμβάνω]] ὑπὸ σκέψιν, ἀδιαφορῶ˙ πάσης συμβουλίης, Ἡρόδ. 3. 125˙ τῶν ἐντολέων, ὁ αὐτ. 8. 46˙ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 116. ΙΙ. παθ., παραβλέπομαι, περιφρονοῦμαι. Διογ. Λ. 1. 32: δὲν ὑπολογίζω τὰ πράγματα [[καλῶς]], Πολύβ. 8. 2, 4., 28. 9, 8. 2) εἶμαι ἔξω φρενῶν, «χάνω τὰ λογικά μου», Λουκ. Ὠκύπ. 143. 3) [[παραβαίνω]] τοὺς κανόνας τῆς γλώσσης, Ἐτυμ. Μ. 405. 34, κτλ.
|lstext='''ἀλογέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἄλογος]], δηλ. δὲν ὁμιλῶ, δὲν δίδω προσοχὴν εἴς τι [[πρᾶγμα]], καταφρονῶ, περιφρονῶ, Λατ. rationem non habere, μετὰ δοτικ. εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ’ ἐπιπείσεται, ἀλλ’ ἀλογήσει, Ἰλ. Ο. 162˙ μετὰ γεν., δὲν [[λαμβάνω]] ὑπὸ σκέψιν, ἀδιαφορῶ˙ πάσης συμβουλίης, Ἡρόδ. 3. 125˙ τῶν ἐντολέων, ὁ αὐτ. 8. 46˙ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 116. ΙΙ. παθ., παραβλέπομαι, περιφρονοῦμαι. Διογ. Λ. 1. 32: δὲν ὑπολογίζω τὰ πράγματα [[καλῶς]], Πολύβ. 8. 2, 4., 28. 9, 8. 2) εἶμαι ἔξω φρενῶν, «χάνω τὰ λογικά μου», Λουκ. Ὠκύπ. 143. 3) [[παραβαίνω]] τοὺς κανόνας τῆς γλώσσης, Ἐτυμ. Μ. 405. 34, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀλογήσω, <i>ao.</i> ἠλόγησα, <i>pf.</i> ἠλόγηκα;<br />ne tenir aucun compte de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄλογος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth