Anonymous

ἀλιτρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτηρός]], ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν, [[σχέτλιος]], αἰὲν [[ἀλιτρός]]. ἐμῶν μενέων [[ἀπερωεύς]], 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι [[ἀλιτρός]], Od. 5, 182 μείδησεν δὲ [[Καλυψώ]] –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ [[ἀλιτρός]] γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; – Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; [[θυμός]] Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος [[τοκεύς]] Opp. C. 3, 230.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτηρός]], ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν, [[σχέτλιος]], αἰὲν [[ἀλιτρός]]. ἐμῶν μενέων [[ἀπερωεύς]], 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι [[ἀλιτρός]], Od. 5, 182 μείδησεν δὲ [[Καλυψώ]] –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ [[ἀλιτρός]] γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; – Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; [[θυμός]] Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος [[τοκεύς]] Opp. C. 3, 230.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> coupable, criminel ; vaurien, coquin;<br /><b>2</b> injuste, impitoyable, dur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλῐτρός''': -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = [[ἁμαρτωλός]], κακός, [[φαῦλος]], Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν [[ἀλιτρός]], ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ μετὰ ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, [[πανοῦργος]], [[περίτριμμα]], Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος.
|lstext='''ἀλῐτρός''': -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = [[ἁμαρτωλός]], κακός, [[φαῦλος]], Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν [[ἀλιτρός]], ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ μετὰ ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, [[πανοῦργος]], [[περίτριμμα]], Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> coupable, criminel ; vaurien, coquin;<br /><b>2</b> injuste, impitoyable, dur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth