Anonymous

ἀλέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος [[σῖτος]] Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσθείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich [[βίος]] ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. [[ἀλήθω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος [[σῖτος]] Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσθείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich [[βίος]] ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. [[ἀλήθω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἤλουν]], <i>f.</i> ἀλέσω, <i>att.</i> [[ἀλῶ]] ; <i>ao.</i> [[ἤλεσα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλέσθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεσμαι]] <i>ou</i> [[ἀλήλεμαι]];<br />moudre ; <i>fig.</i> écraser, battre, blesser LSJ.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλ pour Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἀλωή]] et [[ἅλως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις [[αὐτοῦ]] καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[ῥίζα]] δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. [[μύλη]]). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. [[ἀλέομαι]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις [[αὐτοῦ]] καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[ῥίζα]] δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. [[μύλη]]). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. [[ἀλέομαι]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἤλουν]], <i>f.</i> ἀλέσω, <i>att.</i> [[ἀλῶ]] ; <i>ao.</i> [[ἤλεσα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλέσθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεσμαι]] <i>ou</i> [[ἀλήλεμαι]];<br />moudre ; <i>fig.</i> écraser, battre, blesser LSJ.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλ pour Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἀλωή]] et [[ἅλως]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth