Anonymous

ἀμφιδέξιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] 1) auf beiden Händen rechts, beide Hände gleich gebrauchend, Arist. Eth. 5, 7; Hippocr.; sehr geschickt, χεῖρες Aesch. Tel. frg. 218; ἀμφιδεξίως ἔχει, von beiden Seiten ist es recht, frg. 244. Bei Soph. O. R. 1242 sind ἀμφιδέξιοι ἀκμαί beide Hände, wie O. C. 1114 πλευρὸν ἀμφ. beide Seiten. – 2) übh. zweiseitig, [[χρηστήριον]], zweideutig, Her. 5, 92; [[σίδηρος]], zweischneidig, Eur. Hipp. 780.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] 1) auf beiden Händen rechts, beide Hände gleich gebrauchend, Arist. Eth. 5, 7; Hippocr.; sehr geschickt, χεῖρες Aesch. Tel. frg. 218; ἀμφιδεξίως ἔχει, von beiden Seiten ist es recht, frg. 244. Bei Soph. O. R. 1242 sind ἀμφιδέξιοι ἀκμαί beide Hände, wie O. C. 1114 πλευρὸν ἀμφ. beide Seiten. – 2) übh. zweiseitig, [[χρηστήριον]], zweideutig, Her. 5, 92; [[σίδηρος]], zweischneidig, Eur. Hipp. 780.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> adroit des deux mains, très adroit;<br /><b>2</b> double <i>en parl. des mains, des côtés</i>;<br /><b>3</b> à deux tranchants ; <i>fig.</i> à double sens, équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δεξιά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιδέξιος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας [[δεξιός]], [[λίαν]] ἐπιδέξιος, ὡς τὸ [[περιδέξιος]], Λατ. ambidexter, ἀντίθ. τῷ [[ἀμφαρίστερος]], Ἱππῶναξ. 59, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4 καὶ ἀλλ. 2) [[πρόθυμος]] νὰ λάβῃ δι’ ἑκατέρας χειρός, ὅ. ἐ. ἕτοιμος νὰ λάβῃ [[εἴτε]] τὸ ἓν [[εἴτε]] τὸ [[ἄλλο]] ἐκ δύο πραγμάτων, [[ἀδιάφορος]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 34Α: [[οὕτως]] ἀμφιδεξίως ἔχει, [[εἶναι]] ἀδιάφορον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257. 3) ὡς τὸ [[ἀμφήκης]], δίστομος, [[σίδηρος]] Εὐρ. Ἱππ. 780. β) μεταφ., ὁ δύο ἐννοίας ἔχων, [[ἀμφίβολος]], [[σκοτεινός]], Λατ. anceps, [[χρηστήριον]], Ἡρόδ. 5. 92, 5. 4) = [[ἀμφότερος]], Λατ. uterque, ἀμφ. ἀκμαῖς, διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, συγχρόνως, Σοφ. Ο. Τ. 1243· πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι, ἂς προσεγγίσῃ ἑκατέρα ὑμῶν τὴν ἑαυτῆς πλευρὰν είς ἐμὲ [[ἑκατέρωθεν]], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1112.
|lstext='''ἀμφιδέξιος''': -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας [[δεξιός]], [[λίαν]] ἐπιδέξιος, ὡς τὸ [[περιδέξιος]], Λατ. ambidexter, ἀντίθ. τῷ [[ἀμφαρίστερος]], Ἱππῶναξ. 59, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4 καὶ ἀλλ. 2) [[πρόθυμος]] νὰ λάβῃ δι’ ἑκατέρας χειρός, ὅ. ἐ. ἕτοιμος νὰ λάβῃ [[εἴτε]] τὸ ἓν [[εἴτε]] τὸ [[ἄλλο]] ἐκ δύο πραγμάτων, [[ἀδιάφορος]], Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 34Α: [[οὕτως]] ἀμφιδεξίως ἔχει, [[εἶναι]] ἀδιάφορον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257. 3) ὡς τὸ [[ἀμφήκης]], δίστομος, [[σίδηρος]] Εὐρ. Ἱππ. 780. β) μεταφ., ὁ δύο ἐννοίας ἔχων, [[ἀμφίβολος]], [[σκοτεινός]], Λατ. anceps, [[χρηστήριον]], Ἡρόδ. 5. 92, 5. 4) = [[ἀμφότερος]], Λατ. uterque, ἀμφ. ἀκμαῖς, διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, συγχρόνως, Σοφ. Ο. Τ. 1243· πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι, ἂς προσεγγίσῃ ἑκατέρα ὑμῶν τὴν ἑαυτῆς πλευρὰν είς ἐμὲ [[ἑκατέρωθεν]], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1112.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> adroit des deux mains, très adroit;<br /><b>2</b> double <i>en parl. des mains, des côtés</i>;<br /><b>3</b> à deux tranchants ; <i>fig.</i> à double sens, équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δεξιά]].
}}
}}
{{grml
{{grml