Anonymous

ἀνάριθμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; [[πλῆθος]] Aesch. Pers. 40; πήματα, [[πόλις]], Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. [[ἀναρίθμητος]], s. auch [[ἀνήριθμος]]. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] 1) zahllos, unzählig, ἄνδρες Pind. I. 4, 56; [[πλῆθος]] Aesch. Pers. 40; πήματα, [[πόλις]], Soph. O. R. 168. 179; θρήνων, nicht Maaß haltend im Klagen, El. 225. Bei Xen. Cyr. 7, 4, 17 hat ein guter cod. [[ἀναρίθμητος]], s. auch [[ἀνήριθμος]]. – 2) nicht gezählt, nichtberüchsichtigt, nicht geachtet, s. Erkl. zu Soph. Ai. 597.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />innombrable, immense ; [[ἀνάριθμος]] θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀριθμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
|lstext='''ἀνάριθμος''': [ᾰ], ποιητ. [[ἀνήριθμος]], ον, [[ἀναρίθμητος]], «ἀλογάριαστος», Σαπφ. 72, Τραγ. (πρβλ. [[γέλασμα]])· πλῆθός τ’ ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40: μετὰ γεν., [[ἀνάριθμος]] ὧδε θρήνων, [[ἄμετρος]] [[οὕτως]] εἰς τοὺς θρήνους, Σοφ. Ἠλ. 232· μηνῶν [[ἀνήριθμος]] (ἐκ διορθ. τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ μήλων), [[ἄνευ]] ἀριθμοῦ τῶν μηνῶν, ἀναριθμήτους μῆνας, ὁ αὐτ. Αἴ. 604· ὧν [[πόλις]] [[ἀνάριθμος]] ὄλλυται, διὰ [τῆς ἀπωλείας] ἀναριθμήτου πλήθους ἐξ αὐτῶν..., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 179· [[ἀλλά]], χρόνον... ἡμερῶν ἀνήριθμον· [[ἁπλῶς]] ἀντὶ ἡμέρας ἀνηρίθμους, ὁ αὐτ. Τρ. 247. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 711· [ἀνᾰρῑθμος ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· (λυρ.)· ἀνᾰρῐθμος ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1335 (ἰαμβ.). Ὁ Σοφ. ἔχει ἀνᾰρῐθμος ἐν λυρ., Ο. Τ. 167, 179, καὶ πιθ. ἐν Ἠλ. 232. Ὁ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Σοφ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τὸ ἀνήρῐθμος ἐν λυρ.: Ὁ Θεόκρ. ἔχει ἀνᾰριθμος ἐν ἄρσει, 15. 45, ἀλλ’ ἀνᾰριθμος 16. 90.]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />innombrable, immense ; [[ἀνάριθμος]] θρήνων SOPH qui ne cesse de gémir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀριθμός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater