Anonymous

ἀμφιγνοέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] 1) schwanken, zweifeln, ἐπί τινος, bei etwas, Plat. Gorg. 466 c; ὃ – ἠμφεγνόουν Soph., 236 c; ἠμφεγνόησα 228 e; [[περί]] τινος, Isocr. 2, 28. – 2) nicht genau wissen (οὐκ ἀκριβῶς [[εἰδέναι]] Hesych.), ὅ, τι ἐποίουν Xen. Anab. 2, 5, 33; εἰ μή τις αμφιγνοηθεὶς διέφυγε, unerkannt, Hell. 6, 5, 26; οὐ [[δήπου]] σ' ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, ich irre mich doch nicht, daß du mein Kamerad gewesen bist, Plut. Pomp. 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] 1) schwanken, zweifeln, ἐπί τινος, bei etwas, Plat. Gorg. 466 c; ὃ – ἠμφεγνόουν Soph., 236 c; ἠμφεγνόησα 228 e; [[περί]] τινος, Isocr. 2, 28. – 2) nicht genau wissen (οὐκ ἀκριβῶς [[εἰδέναι]] Hesych.), ὅ, τι ἐποίουν Xen. Anab. 2, 5, 33; εἰ μή τις αμφιγνοηθεὶς διέφυγε, unerkannt, Hell. 6, 5, 26; οὐ [[δήπου]] σ' ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, ich irre mich doch nicht, daß du mein Kamerad gewesen bist, Plut. Pomp. 79.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀμφεγνόουν, <i>f.</i> ἀμφιγνοήσω, <i>ao.</i> ἀμφεγνόησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être incertain, irrésolu;<br /><b>2</b> ne pas savoir exactement, méconnaître, se méprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιγνοέω''': παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. [[γιγνώσκω]]). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]] [[περί]] τινος πράγματος, δὲν [[γνωρίζω]] ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ [[αὐτοῦ]]· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ [[δήπου]] σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας [[συστρατιώτης]] μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, [[ἄγνωστος]] τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.
|lstext='''ἀμφιγνοέω''': παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. [[γιγνώσκω]]). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]] [[περί]] τινος πράγματος, δὲν [[γνωρίζω]] ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ [[αὐτοῦ]]· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ [[δήπου]] σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας [[συστρατιώτης]] μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, [[ἄγνωστος]] τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀμφεγνόουν, <i>f.</i> ἀμφιγνοήσω, <i>ao.</i> ἀμφεγνόησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être incertain, irrésolu;<br /><b>2</b> ne pas savoir exactement, méconnaître, se méprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm