ἀμφιγνοέω

English (LSJ)

impf. ἠμφεγνόουν Pl.Sph.236c, X.An.2.5.33: aor. ἠμφεγνόησα Pl.Plt.291b, Sph.228e (ἀμφαγνοέω v.l. in X.An. l.c., and Procop.Goth.2.16):—to be doubtful or be mistaken about a thing, τι Pl. Sph.228e; περί τινος Isoc.2.28; ἐπί τινος πότερον . . Pl.Grg.466c; ὑπέρ τινος Procop.l.c.; ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν they knew not what they were about, X.An.l.c.; οὐκ ἀμφιγνοῶ σε γεγονότα συστρατιώτην I am not mistaken in thinking... Plu.Pomp.79:—Pass., ἀμφιγνοηθείς = unrecognized, X.HG6.5.26; but ἀμφιγνοούμενόν ἐστι is in dispute, Air.Tact.6.2, cf. Plot.4.4.12.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ἠμφεγνόουν Pl.Sph.236c, X.An.2.5.33; aor. ἠμφεγνόησα Pl.Plt.291b, Sph.228e]
I 1dudar, no estar seguro de c. ac. ὅ Pl.Sph.ll.cc.
c. giro prep. ἀμφιγνοῶ ... ἐφ' ἑκάστου Pl.Grg.466c, περὶ ὧν Isoc.2.28, ὑπὲρ ὧν Procop.Goth.2.16.6
quedarse perplejo c. part. ἠμφεγνόησα κατιδών Pl.Plt.291b
desconocer, no reconocer τὴν γῆν Plu.2.601c, διὰ τὸ μὴ ἔχειν αὐτὰς τὸ Ἀττικὸν σημεῖον ἀμφιγνοοῦντες παρέπλεον como no tenían (las naves) la enseña ática pasaron de largo sin reconocerlas Polyaen.3.11.11
en v. pas. de pers. no ser reconocido τις ἀμφιγνοηθεὶς διέφυγε X.HG 6.5.26
en v. pas. de cosas ser discutible Arr.Tact.6.2, Plot.4.4.12.
II c. ac. de pers. conocer τοῦτον D.Chr.7.54
fig. reconocer οὐ ... σ' ... ἐγώ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ; ¿no te reconozco como antiguo compañero mió de armas? Plu.Pomp.79.

German (Pape)

[Seite 137] 1) schwanken, zweifeln, ἐπί τινος, bei etwas, Plat. Gorg. 466 c; ὃ – ἠμφεγνόουν Soph., 236 c; ἠμφεγνόησα 228 e; περί τινος, Isocr. 2, 28. – 2) nicht genau wissen (οὐκ ἀκριβῶς εἰδέναι Hesych.), ὅ, τι ἐποίουν Xen. Anab. 2, 5, 33; εἰ μή τις αμφιγνοηθεὶς διέφυγε, unerkannt, Hell. 6, 5, 26; οὐ δήπου σ' ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, ich irre mich doch nicht, daß du mein Kamerad gewesen bist, Plut. Pomp. 79.

French (Bailly abrégé)

ἀμφιγνοῶ :
impf. ἀμφεγνόουν, f. ἀμφιγνοήσω, ao. ἀμφεγνόησα, pf. inus.
1 être incertain, irrésolu;
2 ne pas savoir exactement, méconnaître, se méprendre.
Étymologie: ἀμφί, γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιγνοέω:
1 колебаться, сомневаться (ἐπί τινος Plat. и περί τινος Isocr.);
2 быть в неведении, недоумевать, не понимать: ὅ τι ἐποίουν ἠμφιγνόουν Xen. они недоумевали, что (те) делают; ἀμφιγνοηθείς Xen. не будучи узнан;
3 ошибаться: οὐ δή που σ᾽ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ Plut. ведь я не ошибаюсь, что ты был (некогда) моим боевым товарищем.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιγνοέω: παρατ. ἠμφεγνόουν Πλάτ., Ξεν.: μέλλ. -ήσω Συνέσ. ΙΒ: ἀόρ. ἠμφεγνόησα Πλάτ. Πολιτικ. 291Β, Σοφ. 228Ε· περὶ τῆς διπλῆς αὐξ. ὅρα Βουττμ. Δ. Γραμμ. § 86. 6: (ἴδε ἐν λέξ. γιγνώσκω). Εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλω περί τινος πράγματος, δὲν γνωρίζω ἢ δὲν ἐννοῶ αὐτό, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφιβολίᾳ περὶ αὐτοῦ· τι Πλάτ. Σοφ. 228Ε· περί τινος Ἰσοκρ. 20C· ἐπί τινος Πλάτ. Γοργ. 466C· ἠμφεγνόουν ὅ,τι ἐποίουν, δὲν ἐγνώριζον τί ἔπραττον, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 33· οὐ δήπου σ’ ἐγὼ γεγονότα συστρατιώτην ἐμὸν ἀμφιγνοῶ, δὲν σφάλλομαι νομίζων ὅτι ὑπῆρξας συστρατιώτης μου, Πλουτ. Πομπ. 79. ― Παθ., ἀμφιγνοηθείς, μὴ γνωσθείς, ἄγνωστος τυγχάνων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26.

Greek Monotonic

ἀμφιγνοέω: παρατ. και αόρ. αʹ με διπλή αύξηση, ἡμφεγνόουν, ἡμφεγνόησα· (γιγνώσκω)· είμαι διχασμένος για ένα ζήτημα, αμφιβάλλω, δεν γνωρίζω ή δεν καταλαβαίνω, με αιτ., σε Πλάτ.· ἐπί τινος, περί τινος, στον ίδ. κ.λπ.· ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν, δεν ήξεραν τι να κάνουν, σε Ξεν. — Παθ., ἀμφιγνοηθείς, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος, στον ίδ.

Middle Liddell

γιγνώσκω
to be doubtful about a thing, not know or understand, c. acc., Plat.; ἐπί τινος, περί τινος Plat., etc.; ἠμφεγνόουν ὅ τι ἐποίουν they knew not what they were about, Xen.:—Pass., ἀμφιγνοηθείς = being unknown, Plat.