Anonymous

ἀνακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ [[πρός]] τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0191.png Seite 191]] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ [[πρός]] τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=découvrir, dévoiler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακαλύπτομαι, ôter son masque, se démasquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακᾰλύπτω''': [[ἀποκαλύπτω]], [[ἐκκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», τι [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ [[λέγω]] φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., [[ἀποκαλύπτω]] ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. [[αἴρω]] κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· [[οὕτως]] [[ἴσως]] καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.
|lstext='''ἀνακᾰλύπτω''': [[ἀποκαλύπτω]], [[ἐκκαλύπτω]], «ξεσκεπάζω», τι [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ [[λέγω]] φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., [[ἀποκαλύπτω]] ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. [[αἴρω]] κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· [[οὕτως]] [[ἴσως]] καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.
}}
{{bailly
|btext=découvrir, dévoiler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακαλύπτομαι, ôter son masque, se démasquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[καλύπτω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR