Anonymous

ἀκίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0073.png Seite 73]] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> pointe de javelot;<br /><b>2</b> harpon.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκίς''': -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = [[αἰχμή]], ὀξὺ [[πρᾶγμα]], Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον [[νεώς]], Διόδ. 13. 99. 2) τὰ [[ἑκατέρωθεν]] [[ὀξέα]] [[ἄκρα]] βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., [[ἔρως]] ... ἡ φρενῶν [[ἀκίς]], Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: [[ὡσαύτως]] πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Γαλην.
|lstext='''ἀκίς''': -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = [[αἰχμή]], ὀξὺ [[πρᾶγμα]], Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον [[νεώς]], Διόδ. 13. 99. 2) τὰ [[ἑκατέρωθεν]] [[ὀξέα]] [[ἄκρα]] βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., [[ἔρως]] ... ἡ φρενῶν [[ἀκίς]], Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: [[ὡσαύτως]] πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> pointe de javelot;<br /><b>2</b> harpon.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu.
}}
}}
{{grml
{{grml