Anonymous

ἀναΐσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] att. [[ἀνᾴττω]], auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., [[ἅρμα]], auf den Wagen springen, Il. 24, 440; [[πήδημα]] τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] att. [[ἀνᾴττω]], auch ohne ι subscr., auf, in die Höhe fahren, sich rasch erheben, πηγαὶ ἀν., sprudeln auf, Iliad. 22, 148; Aesch. Ag. 77; auch mit dem acc., [[ἅρμα]], auf den Wagen springen, Il. 24, 440; [[πήδημα]] τόδ' εὐπετῶς Aesch. Pers. 96, nach Emperius' emend.; λαὸς ἐς ἔριν λόγων Eur. Phoen. 1169, der auch ἀνῇξαν ὀρθοί, Hel. 1616 Bacch. 692, gerade aufspringen, sagt. – Mit dem inf., etwas beginnen, Opp. C. 1, 107. φέβεσθαι. Selten in Prosa, wie Xen. Cyn. 6, 17; Plut. Mar. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἀνᾴσσω]], <i>att.</i> [[ἀνᾴττω]];<br /><i>f.</i> [[ἀναΐξω]], <i>ao.</i> [[ἀνῇξα]];<br />s'élancer : [[ἅρμα]] IL sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀΐσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναΐσσω''': [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε [[ἀΐσσω]]). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν [[Ὀδυσσεύς]], «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) [[νόος]] ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. [[πηγή]]), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε [[ἀνάσσω]] ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει [[νόσημα]] Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας [[ἐπάνω]], διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., [[ἀρχίζω]] μετὰ προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, [[οὕτως]] εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.
|lstext='''ἀναΐσσω''': [ᾰνᾱ-], Ἀττ. συνῃρ. ἀνᾴσσω, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ.: [ἴδε [[ἀΐσσω]]). Ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ... υἷες Ἀχαιῶν, «ἀνορμήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 114· ὅτε δή ... ἀναΐξειεν [[Ὀδυσσεύς]], «ἀνορμήσειεν ἀναστὰς» (Σχόλ.), Γ. 216· - ἐπὶ διανοήματος, ὡς δ’ ὅτ’ ἀναΐξῃ (ἄλλ. γρ. ἂν ἀΐξῃ) [[νόος]] ἀνέρος Ο. 80· ἐπὶ πηγῆς, [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] ἀναπέμπηται μεθ’ ὁρμῆς πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβλύζω) (ἴδε ἐν λέξ. [[πηγή]]), Χ. 148: - οὕτω παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ποιηταῖς, μυελὸς στέρνων ἐντὸς ἀνᾴσσων, ἀναπηδῶν ἐντὸς τοῦ στήθους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 77· ὀρθοὶ δ’ ἀνῇξαν πάντες Εὐρ. Ἑλ. 1600· βωμὸς ἀνᾴσσων, ὀρθούμενος, ὑψούμενος, Πινδ. Ο. 13. 153 (περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 96, ἴδε [[ἀνάσσω]] ἐν τέλ.)· σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἀναΐσσει [[νόσημα]] Ἱππ. Προγν. 43· ἀνᾴξας, ἐπὶ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 6. 17. 2) μετ’ αἰτ., ἀναΐξας ... ἅρμα καὶ ἵππους, πηδήσας [[ἐπάνω]], διὰ πηδήματος ἀναβάς, Ἰλ. Ω. 440. 3) μετ’ ἀπαρεμ., [[ἀρχίζω]] μετὰ προθυμίας νὰ πράξω τι, εἰσορμῶ, [[οὕτως]] εἰπεῖν «ῥίχνομαι» κοινῶς, Ὀππ. Κ. 1. 107.
}}
{{bailly
|btext=<i>p. contr.</i> [[ἀνᾴσσω]], <i>att.</i> [[ἀνᾴττω]];<br /><i>f.</i> [[ἀναΐξω]], <i>ao.</i> [[ἀνῇξα]];<br />s'élancer : [[ἅρμα]] IL sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀΐσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml