Anonymous

ἀμφίβολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] ([[ἀμφιβάλλω]]), 1) umgeworfen, τὸ ἀμφ., das Gewand, Eur. λίνεα Troad. 537; vgl. Ion 1510 Herm.; Leon. Tar. 12 (VI, 296), das Netz. – 2) von allen Seiten geworfen, angegriffen, πολῖται Aesch. Spt. 280; Thuc. 4, 36; γίγνεσθαι 4, 32 (Arr. 3, 18, 8 [[πάντοθεν]] ἀμφίβολοι γενόμενοι, Plut. ὑπὸ τῶν πολεμίων Camill. 34); διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ [[μᾶλλον]] γίγνεσθαι (Schol. [[ἑκατέρωθεν]] βάλλεσθαι), noch mehr in die Klemme gerathen, 2, 76. – 3) zweideutig, ungewiß, [[ὄνομα]] Plat. Crat. 437 a; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 35; [[φήμη]] Plut. Oth.; ἐν ἀμφιβόλῳ Luc. Mort. D. 1, 1; τὸ ἀμφίβ. καὶ ἀβέβαιον τῆς τύχης Luc. Char. 18; καὶ περισφαλὴς [[τύχη]] Plut. fort. Rom. 4; [[οἰνάριον]] Polioch. com. Ath. II, 60 c; [[κρίσις]] Arabi. 4 (Plan. 148); vgl. Pallad. 104 (X, 65). Bei Leon. Tar. 24 (VI, 131) scheinen κάμακες ἀμφίβολοι von beiden Seiten treffende zu sein. – Adv. ἀμφιβόλως, zweideutig, Aesch. Spt. 845 Pers. 871.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0137.png Seite 137]] ([[ἀμφιβάλλω]]), 1) umgeworfen, τὸ ἀμφ., das Gewand, Eur. λίνεα Troad. 537; vgl. Ion 1510 Herm.; Leon. Tar. 12 (VI, 296), das Netz. – 2) von allen Seiten geworfen, angegriffen, πολῖται Aesch. Spt. 280; Thuc. 4, 36; γίγνεσθαι 4, 32 (Arr. 3, 18, 8 [[πάντοθεν]] ἀμφίβολοι γενόμενοι, Plut. ὑπὸ τῶν πολεμίων Camill. 34); διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ [[μᾶλλον]] γίγνεσθαι (Schol. [[ἑκατέρωθεν]] βάλλεσθαι), noch mehr in die Klemme gerathen, 2, 76. – 3) zweideutig, ungewiß, [[ὄνομα]] Plat. Crat. 437 a; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 35; [[φήμη]] Plut. Oth.; ἐν ἀμφιβόλῳ Luc. Mort. D. 1, 1; τὸ ἀμφίβ. καὶ ἀβέβαιον τῆς τύχης Luc. Char. 18; καὶ περισφαλὴς [[τύχη]] Plut. fort. Rom. 4; [[οἰνάριον]] Polioch. com. Ath. II, 60 c; [[κρίσις]] Arabi. 4 (Plan. 148); vgl. Pallad. 104 (X, 65). Bei Leon. Tar. 24 (VI, 131) scheinen κάμακες ἀμφίβολοι von beiden Seiten treffende zu sein. – Adv. ἀμφιβόλως, zweideutig, Aesch. Spt. 845 Pers. 871.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enveloppé, frappé de tous côtés ; ἀμφίβολον [[εἶναι]] être entre deux assaillants;<br /><b>2</b> à double sens, ambigu, équivoque ; incertain, douteux ; [[ἐν]] ἀμφιβόλῳ être dans le doute ; <i>en parl. de pers.</i> qui est dans l'incertitude, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίβολος''': -ον, ([[ἀμφιβάλλω]]) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος [[πέριξ]] [[σχοινίον]], κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ [[σχοινίων]] κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· [[σπάργανα]] ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς [[ἑκατέρωθεν]] ἢ [[πανταχόθεν]], Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. [[εἶναι]], προσβάλλεσθαι [[πανταχόθεν]], Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, [[ἑκατέρωθεν]] περιβαλλόμενοι, ὡς [[Θουκυδίδης]]»: πρβλ. [[ἀμφιβολία]]. 2) ἐνεργ., ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. [[ἀμφίγυος]]), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. [[ἀμφίβολος]], δηλ. [[ἀβέβαιος]], Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. [[νόμος]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· [[οἰνάριον]] ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν [[εἶναι]] [[οἶνος]] ἢ [[ὕδωρ]], Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. [[εἶναι]], ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως.
|lstext='''ἀμφίβολος''': -ον, ([[ἀμφιβάλλω]]) ὁ βαλλόμενος ἢ τιθέμενος [[πέριξ]] [[σχοινίον]], κλωστοῦ δ’ ἀμφιβόλοις λίνοιο, διὰ [[σχοινίων]] κλωστοῦ λίνου, Εὐρ. Τρῳ 537· [[σπάργανα]] ὁ αὐτ. Ἴων. 1490. ΙΙ. ὁ πληγεὶς ἢ προσβληθεὶς [[ἑκατέρωθεν]] ἢ [[πανταχόθεν]], Αἰσχύλ. Θ. 298· ἀμφ. [[εἶναι]], προσβάλλεσθαι [[πανταχόθεν]], Θουκ. 4. 32 καὶ 36· ἀμφ. γεγονέναι ὑπὸ τῶν πολεμίων Πλουτ. Κάμιλλ. 34: ― ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει, «ἀμφίβολοι, [[ἑκατέρωθεν]] περιβαλλόμενοι, ὡς [[Θουκυδίδης]]»: πρβλ. [[ἀμφιβολία]]. 2) ἐνεργ., ὁ [[ἀμφοτέρωθεν]] πλήττων, δίστομος, διπλῆν ἔχων αἰχμήν, (πρβλ. [[ἀμφίγυος]]), κάμακες Ἀνθ. Π. 6. 131. ΙΙΙ. [[ἀμφίβολος]], δηλ. [[ἀβέβαιος]], Πλάτ. Κρατ. 437Α, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 35, Ἀριστ., κτλ.: τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο, φρονίμως ποιοῦντες, ἐθεώρησαν τὴν καλήν των μοῖραν ὡς ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 18· ἀμφ. [[νόμος]] Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 10· τὸ ἀμφ. ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 7, 3, καὶ ἀλλ.: ἀμφίβολα λέγειν ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 5, 4· [[οἰνάριον]] ἀμφ., ἀμφίβολον ἂν [[εἶναι]] [[οἶνος]] ἢ [[ὕδωρ]], Πολίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· ἐν ἀμφ. [[εἶναι]], ἐν ἀμφιβολίᾳ, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 1: ― Ἐπίρρ., οὐκ ἀμφιβόλως Αἰσχύλ. Θ. 863· πρβλ. ἀμφιλόγως.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> enveloppé, frappé de tous côtés ; ἀμφίβολον [[εἶναι]] être entre deux assaillants;<br /><b>2</b> à double sens, ambigu, équivoque ; incertain, douteux ; [[ἐν]] ἀμφιβόλῳ être dans le doute ; <i>en parl. de pers.</i> qui est dans l'incertitude, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml