Anonymous

ἀνασπαστός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.<i>AI</i> 14.142, <i>Ap</i>.1.194, Plb.2.53.5<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[levantado]], [[izado]] κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.<i>V</i>.382<br /><b class="num">•</b>[[levantado]], [[arrancado]] τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.<i>Flat</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[arrebatado]], [[llevado]] ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.<br /><b class="num">2</b> [[llevado tierra adentro]] ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291<br /><b class="num">•</b>[[deportado tierra adentro]] esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς [[Βάκτρα]] Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.<i>Mem</i>.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.<i>Ap</i>.1.194<br /><b class="num">•</b>simpl. [[deportado]] ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.<i>AI</i> 14.142.<br /><b class="num">II</b> [[que se aprieta]] ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan</i>, <i>AP</i> 6.109 (Antip.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[cordones para atarse el calzado]] χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>de una puerta [[que se abre hacia adentro]] S.<i>Ant</i>.1186.<br /><b class="num">2</b> [[que se retira]] εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente</i> Plb.2.53.5.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνάσπαστος Hdt.4.204, 3.93, 5.106, 6.9, Theopomp.Hist.291, I.<i>AI</i> 14.142, <i>Ap</i>.1.194, Plb.2.53.5<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[levantado]], [[izado]] κἀνασπαστὸν ποιεῖν (με) Ar.<i>V</i>.382<br /><b class="num">•</b>[[levantado]], [[arrancado]] τά τε δένδρεα ἀνασπαστὰ πρόρριζα γίνεται διὰ τὴν βίην τοῦ πνεύματος Hp.<i>Flat</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[arrebatado]], [[llevado]] ἀνάσπαστος γέγονε D.10.32.<br /><b class="num">2</b> [[llevado tierra adentro]] ἀνάσπαστος ὡς βασιλέα γενόμενος Theopomp.Hist.291<br /><b class="num">•</b>[[deportado tierra adentro]] esp. hacia Persia ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Hdt.4.204, cf. 6.32, ἀνασπαστοὺς ποιῆσαι (Παίονας) ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς Ἀσίην Hdt.5.12, ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ἐποίησας Hdt.5.106, τὰς δὲ παρθένους ἀνασπάστους ἐς [[Βάκτρα]] Hdt.6.9, πρὸς βασιλέα X.<i>Mem</i>.4.2.33, εἰς Βαβυλῶνα I.<i>Ap</i>.1.194<br /><b class="num">•</b>simpl. [[deportado]] ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς Hdt.3.93, 7.80, εἰς Ῥώμην ἀνάσπαστον I.<i>AI</i> 14.142.<br /><b class="num">II</b> [[que se aprieta]] ἀνασπαστούς τε δεδράγχας lazos que se aprietan</i>, <i>AP</i> 6.109 (Antip.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[cordones para atarse el calzado]] χρυσοῖς ἀνασπαστοῖς Ath.543f.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>de una puerta [[que se abre hacia adentro]] S.<i>Ant</i>.1186.<br /><b class="num">2</b> [[que se retira]] εὐθὺς ἀνάσπαστος retirándose inmediatamente</i> Plb.2.53.5.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀνάσπαστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασπαστός''': -όν, ἢ ἀνάσπαστος, ον: ― κατὰ τὸν ἐν Ἐτυμ. Μ. 269. 3, κανόνα ὁ [[ὀξύτονος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[ὀρθός]], ἀλλ’ ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ ἐν ταῖς ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ὁ προπαροξύτονος: ― ὁ ἀνασυρθείς, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀχθείς, Ἀριστοφ. Σφ. 382: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ μετοικιζόμενος διὰ τῆς βίας ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] πατρίδος εἰς [[ἄλλην]] χώραν, Παίονας.. ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 5. 12· τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 6. 9. 32· τοὺς ἀνασπάστους.. κατοικίζει βασιλεὺς ὁ αὐτ. 3. 93, πρβλ. Βαλκ. ἐν 7. 80: [[παλίννοστος]], σπεύδων, Πολύβ. 2. 53, 5. 2) ἐπὶ θύρας ἢ πύλης, πρὸς τὰ ἔσω ἀνοιγομένης, καὶ [[τυγχάνω]] τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Σοφ. Ἀντ. 1186. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἀνασπαστοὶ (ἐνν. ἱμάντες), λωρία ὑποδημάτων, ἴδε ἐν λ. [[ἀναγωγεύς]].
|lstext='''ἀνασπαστός''': -όν, ἢ ἀνάσπαστος, ον: ― κατὰ τὸν ἐν Ἐτυμ. Μ. 269. 3, κανόνα ὁ [[ὀξύτονος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[ὀρθός]], ἀλλ’ ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ ἐν ταῖς ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ὁ προπαροξύτονος: ― ὁ ἀνασυρθείς, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀχθείς, Ἀριστοφ. Σφ. 382: ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ μετοικιζόμενος διὰ τῆς βίας ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] πατρίδος εἰς [[ἄλλην]] χώραν, Παίονας.. ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 5. 12· τούτους δὲ ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀνασπάστους ἐποίησαν παρὰ βασιλέα ὁ αὐτ. 4. 204, πρβλ. 6. 9. 32· τοὺς ἀνασπάστους.. κατοικίζει βασιλεὺς ὁ αὐτ. 3. 93, πρβλ. Βαλκ. ἐν 7. 80: [[παλίννοστος]], σπεύδων, Πολύβ. 2. 53, 5. 2) ἐπὶ θύρας ἢ πύλης, πρὸς τὰ ἔσω ἀνοιγομένης, καὶ [[τυγχάνω]] τε κλῇθρ’ ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα Σοφ. Ἀντ. 1186. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., οἱ ἀνασπαστοὶ (ἐνν. ἱμάντες), λωρία ὑποδημάτων, ἴδε ἐν λ. [[ἀναγωγεύς]].
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀνάσπαστος]].
}}
}}
{{grml
{{grml