Anonymous

ἀναγωγή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ἡ, 1) das Hinausführen, a) des Geistes, Erhebung zu abstracter Speculation, bes. K. S. – b) νεῶν, auch ohne den gen., das Auslaufen der Schiffe in die hohe See, Thuc. 3, 29. 6, 30; Xen. Hell. 1, 6, 28 u. folgde. Bei Ath. IX, 394 e ist wohl [[ἀναγώγια]] zu lesen, w. m. s.; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, Pol. 1, 46 u. öfter. Bes. die Fahrt der Griechen nach Troja, Hesych., s. [[ἀνάγω]]. – c) αἵματος, Pol. 2, 70 u. Medic., Blutsturz, s. [[φθόη]]. Auch der Auswurf. – d) Erziehung, Zucht, Pol. 33, 15. – 2) das Zurückbeziehen auf etwas, Arist. Metaph. 3, 2, 22; bes. die Regreßklage, beim Kauf auf Zurückerstattung, Plat. Legg. XI, 916 a ff; B. A. [[ἀπόδοσις]] τοῦ κακῶς πραθέντος ἀνδραπόδου.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0185.png Seite 185]] ἡ, 1) das Hinausführen, a) des Geistes, Erhebung zu abstracter Speculation, bes. K. S. – b) νεῶν, auch ohne den gen., das Auslaufen der Schiffe in die hohe See, Thuc. 3, 29. 6, 30; Xen. Hell. 1, 6, 28 u. folgde. Bei Ath. IX, 394 e ist wohl [[ἀναγώγια]] zu lesen, w. m. s.; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, Pol. 1, 46 u. öfter. Bes. die Fahrt der Griechen nach Troja, Hesych., s. [[ἀνάγω]]. – c) αἵματος, Pol. 2, 70 u. Medic., Blutsturz, s. [[φθόη]]. Auch der Auswurf. – d) Erziehung, Zucht, Pol. 33, 15. – 2) das Zurückbeziehen auf etwas, Arist. Metaph. 3, 2, 22; bes. die Regreßklage, beim Kauf auf Zurückerstattung, Plat. Legg. XI, 916 a ff; B. A. [[ἀπόδοσις]] τοῦ κακῶς πραθέντος ἀνδραπόδου.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de gagner le large.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγωγή''': ἡ, τὸ ἀνάγειν, ἰδίως [[πλοῖον]] εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ ἔκπλους, ἀναγ. γίγνεται Θουκ. 6. 30, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28. 2) ἡ ἐκ τοῦ στομάχου ἢ τῶν πνευμόνων [[ἀναγωγή]], πτυέλου ἀναγ. [[ἀπόχρεμψις]] φλεγμάτων, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 393· σιτίων ἀν. [[ἔμετος]], ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943, πρβλ. Ἀρ. 1253· αἵματος Ἐρασίστρ. παρὰ Γαλην. 19. 14. 3) ἡ [[περιποίησις]] τῶν φυτῶν καὶ ἡ φροντὶς πρὸς σχηματισμὸν αὐτῶν κατά τε τὸ [[ὕψος]] καὶ τὸ [[πλάτος]] καὶ τὰ ἄλλα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 4· [[ἀγωγή]], [[παίδευσις]], [[ἀνατροφή]], Πολύβ. 33. 15, 5. 4) ἐξύψωσις τῆς ψυχῆς εἰς οὐράνια πράγματα, Συνέσ. 50C: [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. μυστικὴ [[ἑρμηνεία]]. ΙΙ. τὸ ἀναφέρειν, ὑπάγειν, ἀνάγειν εἰς [[ἀρχήν]] τινα ἢ εἴς τι, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 22· ἡ ἀναγωγὴ φαινομένων εἰς αἰτίαν, [[αὐτόθι]] 5. 3, 4. 2) ἀναγωγὴ συλλογισμῶν (ἴδε [[ἀνάγω]] ΙΙ. 4), ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ἱστ. 2. 3. 1. 3) ἡ [[ἀπόδοσις]], ἐπιστροφὴ κατὰ τὸν νόμον, Λατ. redhibitio· ἀναγ. ἐστί, ἀποζημίωσις ἐγένετο, Πλάτ. Νόμ. 916Α· ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀνάγειν πρὸς ἀποζημίωσιν, [[αὐτόθι]] Β· ἀναγωγῆς τυγχάνειν, λαμβάνειν ἀποζημίωσιν, [[αὐτόθι]]· ἴδε Att. Process. σ. 525.
|lstext='''ἀναγωγή''': ἡ, τὸ ἀνάγειν, ἰδίως [[πλοῖον]] εἰς τὸ [[πέλαγος]], ὁ ἔκπλους, ἀναγ. γίγνεται Θουκ. 6. 30, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28. 2) ἡ ἐκ τοῦ στομάχου ἢ τῶν πνευμόνων [[ἀναγωγή]], πτυέλου ἀναγ. [[ἀπόχρεμψις]] φλεγμάτων, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 393· σιτίων ἀν. [[ἔμετος]], ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943, πρβλ. Ἀρ. 1253· αἵματος Ἐρασίστρ. παρὰ Γαλην. 19. 14. 3) ἡ [[περιποίησις]] τῶν φυτῶν καὶ ἡ φροντὶς πρὸς σχηματισμὸν αὐτῶν κατά τε τὸ [[ὕψος]] καὶ τὸ [[πλάτος]] καὶ τὰ ἄλλα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 4· [[ἀγωγή]], [[παίδευσις]], [[ἀνατροφή]], Πολύβ. 33. 15, 5. 4) ἐξύψωσις τῆς ψυχῆς εἰς οὐράνια πράγματα, Συνέσ. 50C: [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ. μυστικὴ [[ἑρμηνεία]]. ΙΙ. τὸ ἀναφέρειν, ὑπάγειν, ἀνάγειν εἰς [[ἀρχήν]] τινα ἢ εἴς τι, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 22· ἡ ἀναγωγὴ φαινομένων εἰς αἰτίαν, [[αὐτόθι]] 5. 3, 4. 2) ἀναγωγὴ συλλογισμῶν (ἴδε [[ἀνάγω]] ΙΙ. 4), ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ἱστ. 2. 3. 1. 3) ἡ [[ἀπόδοσις]], ἐπιστροφὴ κατὰ τὸν νόμον, Λατ. redhibitio· ἀναγ. ἐστί, ἀποζημίωσις ἐγένετο, Πλάτ. Νόμ. 916Α· ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀνάγειν πρὸς ἀποζημίωσιν, [[αὐτόθι]] Β· ἀναγωγῆς τυγχάνειν, λαμβάνειν ἀποζημίωσιν, [[αὐτόθι]]· ἴδε Att. Process. σ. 525.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de gagner le large.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml