Anonymous

ἀναμετρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] 1) noch einmal-, zurückmessen, Χάρυβδιν, durch die Charybdis zum zweiten Male fahren, Od. 12, 428; im mcd., wiederum erwähnen, παλαιὰν μνήμην Eur. Ion. 250; τὰ ἄῤῥητα Or. 14; aufzählen, Plut. Pericl. 38; Luc. Amor. 53. – 2) durch-, ausmessen, χώραν Her. 2, 109; Plat. Tim. 39 d; mit dem Nebenbegriff, um es zu vertheilen, Ar. Nubb. 204. – 3) zumessen, weihen, ἀναμετρουμένη [[δάκρυ]] Eur. I. T. 346.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] 1) noch einmal-, zurückmessen, Χάρυβδιν, durch die Charybdis zum zweiten Male fahren, Od. 12, 428; im mcd., wiederum erwähnen, παλαιὰν μνήμην Eur. Ion. 250; τὰ ἄῤῥητα Or. 14; aufzählen, Plut. Pericl. 38; Luc. Amor. 53. – 2) durch-, ausmessen, χώραν Her. 2, 109; Plat. Tim. 39 d; mit dem Nebenbegriff, um es zu vertheilen, Ar. Nubb. 204. – 3) zumessen, weihen, ἀναμετρουμένη [[δάκρυ]] Eur. I. T. 346.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) mesurer de bas en haut, <i>càd</i> entièrement, avec soin;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) mesurer en revenant sur ses pas ; reparcourir : Χάρυβδιν OD repasser devant Charybde;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀναμετρέομαι]], [[ἀναμετροῦμαι]] mesurer ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[δάκρυ]] [[εἴς]] τινα EUR payer à qqn un tribut <i>litt.</i> une mesure, une part) de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμετρέω''': μέλλ. -ήσω, ἀναμετρῶ [[πάλιν]] τὴν ὁδὸν ἣν διῆλθον καὶ [[ἄλλοτε]]· [[διέρχομαι]], [[παρέρχομαι]], ὄφρ’ ἔτι τὴν ὁλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν, «τὸ δὲ ἀναμετρήσαιμι ἐπαινεῖται παρὰ τῶν παλαιῶν ὡς διὰ τὸ σημαντικώτερον τῆς φωνῆς μὴ δυνάμενον μεθερμηνευθῆναι· δύναται δὲ ἀντὶ τοῦ δὶς μετρῆσαι ληφθῆναι ἡ [[λέξις]]· ἐμέτρησε γὰρ αὐτὴν ὁ Ὀδυσσεὺς τὸ πρῶτον ὅτε εἶδε (τὴν Χάρυβδιν) ἀναρροιβδήσασαν» κτλ. (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 428· οὐκ ἀναμετρήσεις σαυτὸν ἀπιὼν [[ἀλλαχῆ]]; δὲν θὰ μᾶς δείξῃς τὴν ῥάχην σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1020· πόνοισι πόνους ἀν., ὅ ἐ. [[διέρχομαι]] διαδοχὴν κόπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 987: ― Παθ., ἀν. κύκλῳ, ἐπανέρχεσθαι εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Πλάτ. Τίμ. 39Β. 2) ἀνακεφαλαιῶ, Εὐρ. Ὀρ. 14, ἐν μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. μετρῶ ἐκ νέου, «ξαναμετρῶ», τὸ [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μετρῶ τι ἐπιμελῶς, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέτρον]] τινός, Ἡρόδ. 2. 109· ἀν. τὸ ὅλον Ἀριστ. Φυσ. 4. 12, 8· τινί τι, τὸ ἓν διὰ τοῦ ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 531Α: ― συχνότερον ὡς μέσ., ἀν. γῆν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, ἀνεμέτρησα τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἴων 1271· γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ὁ αὐτ. Ἠλ. 52. 3) ἀναμετρεῖσθαι δάκρυ εἴς τινα, μετρῶ εἴς τινα δάκρυ, δηλ. πληρώνω εἰς αὐτὸν τὸν φόρον δακρύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 346.
|lstext='''ἀναμετρέω''': μέλλ. -ήσω, ἀναμετρῶ [[πάλιν]] τὴν ὁδὸν ἣν διῆλθον καὶ [[ἄλλοτε]]· [[διέρχομαι]], [[παρέρχομαι]], ὄφρ’ ἔτι τὴν ὁλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν, «τὸ δὲ ἀναμετρήσαιμι ἐπαινεῖται παρὰ τῶν παλαιῶν ὡς διὰ τὸ σημαντικώτερον τῆς φωνῆς μὴ δυνάμενον μεθερμηνευθῆναι· δύναται δὲ ἀντὶ τοῦ δὶς μετρῆσαι ληφθῆναι ἡ [[λέξις]]· ἐμέτρησε γὰρ αὐτὴν ὁ Ὀδυσσεὺς τὸ πρῶτον ὅτε εἶδε (τὴν Χάρυβδιν) ἀναρροιβδήσασαν» κτλ. (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 428· οὐκ ἀναμετρήσεις σαυτὸν ἀπιὼν [[ἀλλαχῆ]]; δὲν θὰ μᾶς δείξῃς τὴν ῥάχην σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1020· πόνοισι πόνους ἀν., ὅ ἐ. [[διέρχομαι]] διαδοχὴν κόπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 987: ― Παθ., ἀν. κύκλῳ, ἐπανέρχεσθαι εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], Πλάτ. Τίμ. 39Β. 2) ἀνακεφαλαιῶ, Εὐρ. Ὀρ. 14, ἐν μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. μετρῶ ἐκ νέου, «ξαναμετρῶ», τὸ [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μετρῶ τι ἐπιμελῶς, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέτρον]] τινός, Ἡρόδ. 2. 109· ἀν. τὸ ὅλον Ἀριστ. Φυσ. 4. 12, 8· τινί τι, τὸ ἓν διὰ τοῦ ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 531Α: ― συχνότερον ὡς μέσ., ἀν. γῆν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, ἀνεμέτρησα τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἴων 1271· γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ὁ αὐτ. Ἠλ. 52. 3) ἀναμετρεῖσθαι δάκρυ εἴς τινα, μετρῶ εἴς τινα δάκρυ, δηλ. πληρώνω εἰς αὐτὸν τὸν φόρον δακρύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 346.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) mesurer de bas en haut, <i>càd</i> entièrement, avec soin;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) mesurer en revenant sur ses pas ; reparcourir : Χάρυβδιν OD repasser devant Charybde;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀναμετρέομαι]], [[ἀναμετροῦμαι]] mesurer ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[δάκρυ]] [[εἴς]] τινα EUR payer à qqn un tribut <i>litt.</i> une mesure, une part) de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth