3,277,286
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χρώννυμι]]), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] (s. [[χρώννυμι]]), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναχρώσω, <i>ao.</i> ἀνέχρωσα, <i>pf.</i> ἀνακέχρωσμαι;<br />colorer, teindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χρώννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β. | |lstext='''ἀναχρώννυμι''': δίδω νέον [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]], «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ [[συγγίγνομαι]] «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]]) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - [[προσέτι]] σημαίνει, [[ἐμπίμπλημι]], πληρῶ, «[[μύρον]] τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, [[αὐτόθι]] σ. 126Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |