ἀναχρώννυμι

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχρώννῡμι Medium diacritics: ἀναχρώννυμι Low diacritics: αναχρώννυμι Capitals: ΑΝΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anachrṓnnymi Transliteration B: anachrōnnymi Transliteration C: anachronnymi Beta Code: a)naxrw/nnumi

English (LSJ)

colour anew, discolour, Plu.2.93of:—Pass., v.l. in Thphr. Sud.12: metaph., to be defiled with, πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26.

Spanish (DGE)

1 teñir σταγὼν αἵματος ... ἀνέχρωσε πᾶν Plu.2.930f.
2 untar, embadurnar βορβόρῳ τὴν ὄψιν Chrys.M.57.72
en v. med. infectarse, contaminarse Chrys.M.59.314
fig. juntarse, irse con πολλαῖς γυναιξίν tener trato con muchas mujeres Eust.122.27.
3 perfumarse, impregnarse ἐκ τῆς εὐωδίας Chrys.M.59.295.

German (Pape)

[Seite 215] (s. χρώννυμι), Farben anreiben, anfärben, beschmutzen, Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναχρώσω, ao. ἀνέχρωσα, pf. ἀνακέχρωσμαι;
colorer, teindre.
Étymologie: ἀνά, χρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχρώννῡμι: окрашивать, пачкать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχρώννυμι: δίδω νέον χρῶμα, χρωματίζω, «σταγὼν αἵματος εἰς ὑγρὸν ἐμπεσόντος ἀνέχρωσε πᾶν ἅμα φοινιχθέν» Πλούτ. 2. 930F: - παθ., Θεοφρ. Ἱδρωτ. 12, καὶ μετὰ τῆς σημασίας τοῦ συγγίγνομαι «παρενόμει περὶ τὴν εὐνὴν (ὁ Ζεὺς) πολλαῖς ἀναχρωννύμενος γυναιξίν» Εὐστ. Ἰλ. σ. 122, 26. - προσέτι σημαίνει, ἐμπίμπλημι, πληρῶ, «μύρον τὸν ἀέρα ἀναχρῶσαν τῆς ὀσμῆς», Ἰω. Χρυσ. τόμ. 11, σ. 500D, «πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς οἰκείας ἀναχρώννυσι κακίας», μεταδίδουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς ἰδίας κακίας, αὐτόθι σ. 126Β.

Greek Monolingual

ἀναχρώννυμι (AM)
μσν.
μέσ. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι
αρχ.
1. δίνω νέο χρώμα, χρωματίζω
2. μεταδίδω οσμή
3. μολύνω, μιαίνω.