Anonymous

ἀνεπίφθονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] vorwurfsfrei, tadellos, [[ἔγχος]] Soph. Tr. 1026; ἀνεπίφθονόν ἐστι πᾶσι Thuc. 6, 83; ποιεῖν τι, man kann, ohne gehässig zu werden. etwas thun, Plat. Rep. X, 632 b; αὐτῷ ἐστιν ἀν., man macht ihm keinen Vorwurf, Dem. 59, 15; ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν 18, 321; τὸ ἀν. τῆς διαίτης Luc. Nigr. 14. – Adv., Her. 6, 54; ἀνεπιφθόνως διάγειν Xen. Hier. 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] vorwurfsfrei, tadellos, [[ἔγχος]] Soph. Tr. 1026; ἀνεπίφθονόν ἐστι πᾶσι Thuc. 6, 83; ποιεῖν τι, man kann, ohne gehässig zu werden. etwas thun, Plat. Rep. X, 632 b; αὐτῷ ἐστιν ἀν., man macht ihm keinen Vorwurf, Dem. 59, 15; ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν 18, 321; τὸ ἀν. τῆς διαίτης Luc. Nigr. 14. – Adv., Her. 6, 54; ἀνεπιφθόνως διάγειν Xen. Hier. 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’excite pas l'envie ; [[irrépréhensible]], [[irréprochable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπίφθονος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίφθονος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ψόγου, [[ἄμεμπτος]], ἀνεπίφθονον εἴρυσον [[ἔγχος]] Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, [[οὕτως]] ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. [[ἀνεμέσητος]]. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διεγείρῃ [[μῖσος]], Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.
|lstext='''ἀνεπίφθονος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ψόγου, [[ἄμεμπτος]], ἀνεπίφθονον εἴρυσον [[ἔγχος]] Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, [[οὕτως]] ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. [[ἀνεμέσητος]]. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διεγείρῃ [[μῖσος]], Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’excite pas l'envie ; [[irrépréhensible]], [[irréprochable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπίφθονος]].
}}
}}
{{grml
{{grml