3,243,923
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθόν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς [[ἑαυτοῦ]] XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d'esclaves.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδραποδίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6. | |lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |