Anonymous

ἀνδροφόνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] Männer tödtend, Hektor, Il. 1, 242 u. sonst; χεῖρες 18, 317; μελίη, die Lanze, Hes. Sc. 420; [[φάρμακον]] Od. 1, 261. Bei Pind. P. 4, 252 Λήμνιαι γυναῖκες, die Mörderinnen ihrer Ehemänner; vgl. Eur. Hec. 1061; [[φροντίς]] Pallad. 139 (IX, 378). – Subst., der Mörder, Plat. Euthyd. 9 a; Lys. 10, 6; vgl. bes. Dem. 23, 29 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0219.png Seite 219]] Männer tödtend, Hektor, Il. 1, 242 u. sonst; χεῖρες 18, 317; μελίη, die Lanze, Hes. Sc. 420; [[φάρμακον]] Od. 1, 261. Bei Pind. P. 4, 252 Λήμνιαι γυναῖκες, die Mörderinnen ihrer Ehemänner; vgl. Eur. Hec. 1061; [[φροντίς]] Pallad. 139 (IX, 378). – Subst., der Mörder, Plat. Euthyd. 9 a; Lys. 10, 6; vgl. bes. Dem. 23, 29 ff.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />homicide, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδροφόνος''': -ον, (*[[φένω]]) ὁ ἄνδρας φονεύων, Ὁμηριακὸν ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 724 κτλ.· τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 317: - ἐν Ὀδ. Α. 261, [[φάρμακον]] ἀνδρ. = φονικὸν [[φάρμακον]]: - ἐν γένει ὡς ἐπίθετον πολλῶν λέξεων, π.χ.: [[ἀνδροφόνος]] μελίη, [[φροντίς]], [[σιωπή]], [[σίδηρος]], κτλ. 2) ἐπὶ γυναικῶν φονευσασῶν τοὺς ἄνδρας αὐτῶν, Λαμνιᾶν τ᾽ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων Πινδ. Π. 4. 449. ΙΙ. ὡς [[ὄρος]] [[νομικός]], ὁ ἀποδειχθεὶς [[ἔνοχος]] ἀνθρωποκτονίας, [[ἀνθρωποκτόνος]], Λυσ. 116. 38, Πλάτ. Φαίδων 114Α, Δημ. 629 ἐν τέλ.: - Ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθετον καταχραστοῦ, πρὸς τοὺς ἀνδροφόνους ἰχθυοπώλας Ἀθήν. 228C, Ἄμφιν ἐν «Πλάνῳ» 1. 8. καὶ [[αὐτόθι]] Meineke.
|lstext='''ἀνδροφόνος''': -ον, (*[[φένω]]) ὁ ἄνδρας φονεύων, Ὁμηριακὸν ἐπίθ. τοῦ Ἕκτορος Ἰλ. Ω. 724 κτλ.· τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 317: - ἐν Ὀδ. Α. 261, [[φάρμακον]] ἀνδρ. = φονικὸν [[φάρμακον]]: - ἐν γένει ὡς ἐπίθετον πολλῶν λέξεων, π.χ.: [[ἀνδροφόνος]] μελίη, [[φροντίς]], [[σιωπή]], [[σίδηρος]], κτλ. 2) ἐπὶ γυναικῶν φονευσασῶν τοὺς ἄνδρας αὐτῶν, Λαμνιᾶν τ᾽ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων Πινδ. Π. 4. 449. ΙΙ. ὡς [[ὄρος]] [[νομικός]], ὁ ἀποδειχθεὶς [[ἔνοχος]] ἀνθρωποκτονίας, [[ἀνθρωποκτόνος]], Λυσ. 116. 38, Πλάτ. Φαίδων 114Α, Δημ. 629 ἐν τέλ.: - Ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθετον καταχραστοῦ, πρὸς τοὺς ἀνδροφόνους ἰχθυοπώλας Ἀθήν. 228C, Ἄμφιν ἐν «Πλάνῳ» 1. 8. καὶ [[αὐτόθι]] Meineke.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />homicide, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth