Anonymous

ἀνδροφόνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />homicide, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πεφνεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />homicide, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδροφόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[человекоубийственный]], [[губительный]], [[смертоносный]] ([[Ἓκτωρ]], χεῖρες, [[φάρμακον]] Hom.; [[μελίη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивающая мужа]] (γυναῖκες Pind.).<br /><b class="num">II</b> ὁ человекоубийца Lys., Plat., Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 39: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδροφόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], *[[φένω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δολοφόνος]] [[ανδρών]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[κάποιος]] που καταδικάστηκε για [[ανθρωποκτονία]], [[ένοχος]] ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''ἀνδροφόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], *[[φένω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δολοφόνος]] [[ανδρών]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γυναίκες, αυτή που δολοφονεί τον σύζυγό της, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[κάποιος]] που καταδικάστηκε για [[ανθρωποκτονία]], [[ένοχος]] ανθρωποκτονίας, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδροφόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[человекоубийственный]], [[губительный]], [[смертоносный]] ([[Ἓκτωρ]], χεῖρες, [[φάρμακον]] Hom.; [[μελίη]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[убивающая мужа]] (γυναῖκες Pind.).<br /><b class="num">II</b> ὁ человекоубийца Lys., Plat., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj