Anonymous

ἀναφλέγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; [[τραῦμα]] Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; [[τραῦμα]] Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.
}}
{{bailly
|btext=enflammer, <i>fig.</i> enflammer (d'amour), attiser (l'amour);<br /><i>Pass.</i> être enflammé, s'enflammer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.
|lstext='''ἀναφλέγω''': [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] [[πάλιν]], ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς [[ἀναφλέγω]] πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320. <br />ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, [[ἀνάπτω]], [[κάμνω]] τι νὰ ἀνάψῃ, «[[δίνω]] φωτιά», ὁ δὲ [[παντάπασι]] τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, [[ἀνάπτω]] ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ [[πράττω]] τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· [[δίψος]] ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=enflammer, <i>fig.</i> enflammer (d'amour), attiser (l'amour);<br /><i>Pass.</i> être enflammé, s'enflammer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλέγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml