3,277,241
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] (s. [[τρέχω]]), fut. ἀναδράμομαι Phil. Thess. 24 (IX, 575), 1) zurücklaufen, sich eilig zurückziehen, ἀνά τ' ἔδραμ' [[ὀπίσσω]] Il. 5, 599; ὦκ' ἀπέλεθρον ἀνέδραμε 11, 354; [[αὖτις]] 16, 813; öfter Pol., bes. von Schiffern, 1, 50; [[ἀναδραμεῖν]] τοῖς χρόνοις, zurückgehen und weiter ausholen, 1, 12; öfter auch ἐπί τι, 5, 40; εἰς τἡν [[αὑτοῦ]] φύσιν, in seine gewöhnliche Natur zurückverfallen, Plut. Pelop. 31. Dah. in seiner Meinung zurückgehen, dieselbe ändern, u. so ἀνατρέχουσι καὶ διορθοῦνται [[σφᾶς]] αὐτούς Pol. 26, 3, vgl. 2, 13; τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν, den Mangel der Natur verbessern, Plut.; vgl. Luc. adv. Ind. 4; aus Men. = ἀναλύειν, Suid., Zon. – 2) in die Höhe laufen, aufspringen, Her. 7, 218 und öfter; πρὸς τὰ μετέωρα Thuc. 3, 89; Xen. Hell. 4, 4, 4; von leblosen Dingen, ἀναδέδρομε πέτρη, ein Felsen steigt empor, Od. 5, 412. 10, 4; ἐγκέ. φαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, das Gehirn spritzte aus der Wunde, Il. 17, 297; σμώδιγγες, es liefen Schwielen auf, 23, 717; aufwachsen, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ [[ἶσος]] Il. 18, 56. 437; Her. 1, 66. 7, 156; ἐκ ῥίζης ἀναδέδρομεν Ant. Sid. 18 (VI, 115); [[ὀμίχλη]], [[νέφος]], Mus. 232; Plut. Arat. 21. Übertr., [[ἀναδραμεῖν]] εἰς [[ἀξίωμα]], zu Ansehen emporsteigen, Plut. Popl. 21. – 3) durchlaufen, [[κῦδος]] ὕμνῳ, besingen, Pind. Ol. 8, 54. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0212.png Seite 212]] (s. [[τρέχω]]), fut. ἀναδράμομαι Phil. Thess. 24 (IX, 575), 1) zurücklaufen, sich eilig zurückziehen, ἀνά τ' ἔδραμ' [[ὀπίσσω]] Il. 5, 599; ὦκ' ἀπέλεθρον ἀνέδραμε 11, 354; [[αὖτις]] 16, 813; öfter Pol., bes. von Schiffern, 1, 50; [[ἀναδραμεῖν]] τοῖς χρόνοις, zurückgehen und weiter ausholen, 1, 12; öfter auch ἐπί τι, 5, 40; εἰς τἡν [[αὑτοῦ]] φύσιν, in seine gewöhnliche Natur zurückverfallen, Plut. Pelop. 31. Dah. in seiner Meinung zurückgehen, dieselbe ändern, u. so ἀνατρέχουσι καὶ διορθοῦνται [[σφᾶς]] αὐτούς Pol. 26, 3, vgl. 2, 13; τὴν τῆς φύσεως ἐλάττωσιν, den Mangel der Natur verbessern, Plut.; vgl. Luc. adv. Ind. 4; aus Men. = ἀναλύειν, Suid., Zon. – 2) in die Höhe laufen, aufspringen, Her. 7, 218 und öfter; πρὸς τὰ μετέωρα Thuc. 3, 89; Xen. Hell. 4, 4, 4; von leblosen Dingen, ἀναδέδρομε πέτρη, ein Felsen steigt empor, Od. 5, 412. 10, 4; ἐγκέ. φαλος ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, das Gehirn spritzte aus der Wunde, Il. 17, 297; σμώδιγγες, es liefen Schwielen auf, 23, 717; aufwachsen, ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ [[ἶσος]] Il. 18, 56. 437; Her. 1, 66. 7, 156; ἐκ ῥίζης ἀναδέδρομεν Ant. Sid. 18 (VI, 115); [[ὀμίχλη]], [[νέφος]], Mus. 232; Plut. Arat. 21. Übertr., [[ἀναδραμεῖν]] εἰς [[ἀξίωμα]], zu Ansehen emporsteigen, Plut. Popl. 21. – 3) durchlaufen, [[κῦδος]] ὕμνῳ, besingen, Pind. Ol. 8, 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀναδραμοῦμαι]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> courir en haut : πρὸς τὰ μετέωρα THC s'élancer en courant vers les hauteurs;<br /><b>2</b> se lever et courir, s'élancer : [[ἐκ]] τῆς κοίτης, [[ἐκ]] [[τοῦ]] θρόνου se lever vivement de son lit, de son siège;<br /><b>3</b> jaillir : [[ἐγκέφαλος]] ἀνέδραμεν [[ἐξ]] ὠτειλῆς IL la cervelle jaillit de la blessure;<br /><b>4</b> pousser, croître avec force ; <i>fig.</i> croître (en puissance, en force, <i>etc.</i>) : ἀνατρέχει ἡ [[πολυτέλεια]] PLUT le luxe s'accroît rapidement;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière);<br /><b>1</b> courir en arrière ; se retirer vivement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire retour, revenir ; revenir sur (ses paroles, ses actes, <i>etc.</i>) ; <i>tr.</i> amender : ἐλάττωσιν PLUT un défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τρέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, [[ὡσαύτως]] -δραμοῦνται, ποιητ. γ΄ ἑν. -δράμεται, Ἀνθ. Π. 9. 575: (ἴδε [[τρέχω]]): Τρέχω εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὲν [[αὖθις]] ἀνέδραμε Ἰλ. Π. 813, πρβλ. 11, 354· ἀνὰ τ’ ἔδραμ’ [[ὀπίσσω]] Ε. 599· ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐν ἀμπώτιδι, Πλούτ. 2. 915A: [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 2. 67, 6., 5. 40, 4, Πλούτ., κτλ.: - Ἐπιστρέφω εἰς τὴν προτέραν μου θέσιν, Διόδ. 20. 59. 2) [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἀνατρέχω]], ἐν τῇ διηγήσει, ἀν. τοῖς χρόνοις Πολύβ. 1. 12, 6 κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ., [[ἀνιχνεύω]], ἀναζητῶ, [[ἐπάνειμι]], ἐξ ἀρχῆς [[ἐπαναλαμβάνω]], Λατ. repetere· [[κῦδος]] ἀνέδραμον ὕμνῳ Πινδ. Ο. 8. 72· [[ἀναλύω]], Μενάνδ. 2. 2C, ΙΙ. ἀναπηδῶ καὶ [[τρέχω]], ἀνασκιρτῶ· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀναδραμὼν ἔθεε Ἡρόδ. 3. 36· ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου ὁ αὐτ. 7. 15, 212· πρὸς τὰ μετέωρα Θουκ. 3. 89, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐγκέφαλος]] δέ ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, ὁ [[ἐγκέφαλος]] ἀνεπήδησε, «ἐπετάχθηκαν [[ἐπάνω]]», ἐκ τῆς πληγῆς, Ἰλ. P. 297· σμώδιγγες … ἀνέδραμον, ἀνεφάνησαν ἐκ τοῦ κτυπήματος, Ψ. 717: - ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, τὸ [[πάθος]] ἀν. ἐπὶ τὴν χεῖρα Πλούτ. 2. 978C· ἀν. [[ἔρευθος]] Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 27. 3) [[βλαστάνω]], «μεγαλώνω», ἀναδίδω· ἐπὶ φυτῶν, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55: - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ λαῶν, ἀναφαίνομαι, ἀναπτύσσομαι [[ταχέως]], ἀνά τε [[ἔδραμον]] ... καὶ εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 156· ἀν. εἰς [[ἀξίωμα]] Πλουτ. Ποπλικ. 21· ἀν. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 5.12, κτλ.· ἀν. ἡ [[πολυτέλεια]], αὐξανεται, Πλουτ. Μάρ. 34. 4) λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη, ἡ [[πέτρα]] ὑψοῦτο [[ἀπότομος]], Ὀδ. Ε. 412. | |lstext='''ἀνατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, [[ὡσαύτως]] -δραμοῦνται, ποιητ. γ΄ ἑν. -δράμεται, Ἀνθ. Π. 9. 575: (ἴδε [[τρέχω]]): Τρέχω εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὲν [[αὖθις]] ἀνέδραμε Ἰλ. Π. 813, πρβλ. 11, 354· ἀνὰ τ’ ἔδραμ’ [[ὀπίσσω]] Ε. 599· ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐν ἀμπώτιδι, Πλούτ. 2. 915A: [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 2. 67, 6., 5. 40, 4, Πλούτ., κτλ.: - Ἐπιστρέφω εἰς τὴν προτέραν μου θέσιν, Διόδ. 20. 59. 2) [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἀνατρέχω]], ἐν τῇ διηγήσει, ἀν. τοῖς χρόνοις Πολύβ. 1. 12, 6 κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ., [[ἀνιχνεύω]], ἀναζητῶ, [[ἐπάνειμι]], ἐξ ἀρχῆς [[ἐπαναλαμβάνω]], Λατ. repetere· [[κῦδος]] ἀνέδραμον ὕμνῳ Πινδ. Ο. 8. 72· [[ἀναλύω]], Μενάνδ. 2. 2C, ΙΙ. ἀναπηδῶ καὶ [[τρέχω]], ἀνασκιρτῶ· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀναδραμὼν ἔθεε Ἡρόδ. 3. 36· ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου ὁ αὐτ. 7. 15, 212· πρὸς τὰ μετέωρα Θουκ. 3. 89, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐγκέφαλος]] δέ ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, ὁ [[ἐγκέφαλος]] ἀνεπήδησε, «ἐπετάχθηκαν [[ἐπάνω]]», ἐκ τῆς πληγῆς, Ἰλ. P. 297· σμώδιγγες … ἀνέδραμον, ἀνεφάνησαν ἐκ τοῦ κτυπήματος, Ψ. 717: - ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, τὸ [[πάθος]] ἀν. ἐπὶ τὴν χεῖρα Πλούτ. 2. 978C· ἀν. [[ἔρευθος]] Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 27. 3) [[βλαστάνω]], «μεγαλώνω», ἀναδίδω· ἐπὶ φυτῶν, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55: - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ λαῶν, ἀναφαίνομαι, ἀναπτύσσομαι [[ταχέως]], ἀνά τε [[ἔδραμον]] ... καὶ εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 156· ἀν. εἰς [[ἀξίωμα]] Πλουτ. Ποπλικ. 21· ἀν. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 5.12, κτλ.· ἀν. ἡ [[πολυτέλεια]], αὐξανεται, Πλουτ. Μάρ. 34. 4) λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη, ἡ [[πέτρα]] ὑψοῦτο [[ἀπότομος]], Ὀδ. Ε. 412. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |