Anonymous

ἀναφύρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; [[πρός]] τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; [[πρός]] τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. Act. et part. pf. Pass.</i><br />mélanger, confondre ; <i>Pass.</i> être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φύρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
|lstext='''ἀναφύρω''': [ῡ], ἀναμιγνύω, [[συγχέω]], «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) [[μιαίνω]], μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ [[αἷμα]], ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. Act. et part. pf. Pass.</i><br />mélanger, confondre ; <i>Pass.</i> être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φύρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml