Anonymous

ἀντίτυπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0262.png Seite 262]] ([[τύπτω]]), 1) zurückschlagend, zurückprallend, ἀντίτυπον φθογγὴν ᾄδεσθαι, vom Echo, Archi. 14 (Plan. 154); Widerstand leistend, [[πέτρα]] Polem. 2, 10; vgl. Hdn. 6, 7, 16; dah. im rhetorischen Sinne, hart klingend, D. H.; auch von Farben, im Ggstz von [[μαλακός]], Plut. Dem. 22. – 2) widerspänstig, mit [[ἀναγκαῖον]] verbunden, Plat. Crat. 420 d; ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]] Tim. 62 c; von Menschen, ἀντ. καὶ [[σκληρός]] Theaet. 155 a; – feindselig, ὁ Δὸς [[ἀντίτυπος]], Feind, Aesch. Sept. 503; [[μάχη]] ἀντίτυπ ος, eine offene Schlacht, wo Heer gegen Heer sicht, Xen. Ages. 6, 2; τινί, gegenübergestellt, Pol. 6, 31; καὶ [[προσάντης]] Alcidam. de sophist. p. 674. 14. Im Orakel bei Her. 1, 67 ist [[τύπος]] u. [[ἀντίτυπος]] Hammer u. Ambos. – Soph. Ant. 134 ἀντίτυπα od. ἀντιτύπᾳ als adv., entgegengeschlagen; – τὸ ἀντίτυπον Abbild, Kopie, auch ὁ [[ἀντίτυπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0262.png Seite 262]] ([[τύπτω]]), 1) zurückschlagend, zurückprallend, ἀντίτυπον φθογγὴν ᾄδεσθαι, vom Echo, Archi. 14 (Plan. 154); Widerstand leistend, [[πέτρα]] Polem. 2, 10; vgl. Hdn. 6, 7, 16; dah. im rhetorischen Sinne, hart klingend, D. H.; auch von Farben, im Ggstz von [[μαλακός]], Plut. Dem. 22. – 2) widerspänstig, mit [[ἀναγκαῖον]] verbunden, Plat. Crat. 420 d; ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]] Tim. 62 c; von Menschen, ἀντ. καὶ [[σκληρός]] Theaet. 155 a; – feindselig, ὁ Δὸς [[ἀντίτυπος]], Feind, Aesch. Sept. 503; [[μάχη]] ἀντίτυπ ος, eine offene Schlacht, wo Heer gegen Heer sicht, Xen. Ages. 6, 2; τινί, gegenübergestellt, Pol. 6, 31; καὶ [[προσάντης]] Alcidam. de sophist. p. 674. 14. Im Orakel bei Her. 1, 67 ist [[τύπος]] u. [[ἀντίτυπος]] Hammer u. Ambos. – Soph. Ant. 134 ἀντίτυπα od. ἀντιτύπᾳ als adv., entgegengeschlagen; – τὸ ἀντίτυπον Abbild, Kopie, auch ὁ [[ἀντίτυπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>I.</b> qui rebondit sur un corps dur : [[τύπος]] [[ἀντίτυπος]] coup de marteau qui rebondit sur l'enclume ; <i>p. anal.</i> répercuté, renvoyé par l'écho;<br /><b>II.</b> qui repousse un choc, résistant ; qui résiste à, adversaire, ennemi de, gén. <i>ou</i> dat. ; <i>en parl. du son</i> dur, rude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τύπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίτῠπος''': -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: ([[τύπτω]]): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπος]] προξενούμενος ἐκ κτύπου, [[κτύπημα]] καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) [[ἀπεικόνισμα]] ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. [[μίμημα]], ἀκριβὲς [[ἀπομίμημα]], Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., [[ἀντίτυπος]], ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., [[ἐντύπωσις]] ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐλαστικός, [[χωρίον]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]], διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μετὰ τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, [[τραχύς]], μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ [[ὄντα]] κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ [[οὕτως]], ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, μετὰ τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· [[μάχη]] ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· [[τραχέως]] ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, [[λαμπρός]], Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, [[τραχέως]], Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, [[ἀντίθετος]], [[ἦθος]] ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. [[Διός]], [[ἀντίπαλος]] τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Θ. 521· [[ἐναντίος]], ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - [[ἁπλῶς]], ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, [[ἀντικρύ]], Πολύβ. 6. 31, 8.
|lstext='''ἀντίτῠπος''': -ον, σπανίως η, ον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2: ([[τύπτω]]): - ὁ ἀντικρουόμενος, ἀπωθούμενος ὑπὸ σκληροῦ σώματος, [[τύπος]] ἀντ., [[κτύπος]] προξενούμενος ἐκ κτύπου, [[κτύπημα]] καὶ ἀντικτύπημα, περὶ τῆς σφύρας καὶ τοῦ ἄκμονος, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. 68: - ἐπὶ ἤχου, ὁ ἀντηχῶν, στόνον ἀντίτυπον Σοφ. Φ. 695, 1460, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 194· κατὰ τὸ ἀντίτυπον, δι’ ἐπανακάμψεως τοῦ ἤχου, δι’ ἀντηχήσεως ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Λουκ. Περὶ τοῦ Οἴκ. 3: - ἐπὶ φωτός, ἀντανακλώμενος, ἀντιτύπους ἀκτῖνας Τρυφ. 519, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 822. 2) [[ἀπεικόνισμα]] ἢ ἀντίγραφον ὅμοιον τῷ πρωτοτύπῳ ἢ παριστῶν τὸ πρωτότυπον, οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν Ἐπιστ. Παύλ. πρὸς Ἑβρ. Θ΄, 24· πρβλ. Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 21, Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιβ΄, 122· ἀντ. τοῖς δακρύοις χάριτα Συλλ. Ἐπιγρ. 6210· ἀντ. [[μίμημα]], ἀκριβὲς [[ἀπομίμημα]], Χρησμ. Σιβ. 1. 33., 8. 270. β) ὡς οὐσιαστ., [[ἀντίτυπος]], ὁ, ἢ ἀντίτυπον, τό, [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκειον ἀντ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4535: μεταφ., [[ἐντύπωσις]] ἐν τῇ διανοία, Πλωτῖν. 2. 9, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ἀπωθῶν ὡς ἀπωθεῖ σκληρόν τι [[σῶμα]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐλαστικός, [[χωρίον]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντιτυπώτατον [[εἶδος]], διαφέρον, διακρινόμενον τοῦ σκληροῦ Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], μετὰ τῆς ἐναντίας ἐννοίας, ἀπωθῶν, [[τραχύς]], μὴ ἐλαστικός, Ἀνθ. Π. 9. 737· ἀντιτυπώτερα γὰρ [[ὄντα]] κόπτει τε τὸν ἀναβάτην, κτλ., περὶ τῶν ὀστῶν τοῦ ποδὸς τοῦ ἵππου, ἀνωτέρω μὲν τῶν ὁπλῶν κατωτέρω δὲ τῶν κυνηπόδων Ξεν. Ἱππ. 1, 4· καὶ [[οὕτως]], ἀντιτύπᾳ δ’ ἐπὶ γᾷ πέσε, μετὰ τῆς θηλ. καταλήξ. ἐκ διορθώσ. τοῦ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἀντίτυπα, ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου), Σοφ. Ἀντ. 134· οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι, ἐπὶ σκληροῦ, μὴ ἐλαστικοῦ ἐδάφους, Ἀριστ. Προβλ. 5. 40, 6. β) μεταφ. ἀπωθῶν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], [[ἄνθρωπος]] Πλάτ. Θεαίτ. 156Α· [[μάχη]] ἐντ. Ξεν. Ἀγησ. 6, 2· [[τραχέως]] ἠχῶν, ἁρμονίαι Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22· ἀντ. ἀκοῦσαι Λίλ. π. Ζ. 12. 15: ἐπὶ χρωμάτων, αὐγάζων, [[λαμπρός]], Πλουτ. Δημ. 22: - Ἐπίρρ. -πως, [[τραχέως]], Ἐκκλ. 3) ἐναντιούμενος εἴς τι, [[ἀντίθετος]], [[ἦθος]] ἔχων δόλιον, πίστιος ἀντίτυπον, Θέογν. 1244· ἀντ. [[Διός]], [[ἀντίπαλος]] τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Θ. 521· [[ἐναντίος]], ἐπὶ γεγονότων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 11: - [[ἁπλῶς]], ἀντ. τινι, ἀπέναντί τινος, [[ἀντικρύ]], Πολύβ. 6. 31, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>I.</b> qui rebondit sur un corps dur : [[τύπος]] [[ἀντίτυπος]] coup de marteau qui rebondit sur l'enclume ; <i>p. anal.</i> répercuté, renvoyé par l'écho;<br /><b>II.</b> qui repousse un choc, résistant ; qui résiste à, adversaire, ennemi de, gén. <i>ou</i> dat. ; <i>en parl. du son</i> dur, rude.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[τύπος]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer